ΑΠ 822/2022 Ο νόμος 3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχειρίσεως την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου

Η απόφαση 822/2022 του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι ο νόμος 3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχειρίσεως την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, ώστε να ασκεί αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα, ενώπιον των δικαστηρίων και ότι η σύμβαση διαχείρισης και η παροχή πληρεξουσιότητας δεν μπορεί να καθιδρύσει κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση, εκδόθηκε μετά από αίτηση αναίρεσης που άσκησε δικηγόρος για τον εαυτό του. Πιο συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή έκρινε ότι η πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας διαχειρίσεως είναι απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, διότι η μόνη νομιμοποιούμενη να ασκήσει πρόσθετη αυτοτελή παρέμβαση υπέρ της δικαιοπαρόχου της πρώτης αναιρεσίβλητης τράπεζας είναι (ως ειδική διάδοχος αυτής) η αλλοδαπή εταιρία ως δικαιούχος της ένδικης απαίτησης. Αντίθετα, σύμφωνα με τις ίδιες αιτιολογίες, η ως άνω παρεμβαίνουσα εταιρία διαχείρισης δεν δύναται να επιδιώξει την εκπλήρωση της ένδικης απαίτησης στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας που κατέστη δικαιούχος της απαίτησης με εκχώρηση αφού ο ν.3156/ 2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ` εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν.4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού.

Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της απόφασης:

Αριθμός Απόφασης 822/2022 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, Μυρσίνη Παπαχίου και Ιωάννη Δουρουκλάκη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: …………. του ……….., κατοίκου …, ο οποίος ανακάλεσε την από 9-10-2020 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως, λόγω της ιδιότητάς του ως δικηγόρος. Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………….. Α.Ε.”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……………… Ανώνυμη Εταιρεία”, η οποία εδρεύει στο Δήμο ………… και εκπροσωπείται νόμιμα. Η πρώτη αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ενώ η δεύτερη αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Μητσιμπούνα. Του προσθέτως υπέρ του ήδη αναιρεσείοντος και κατά των ήδη αναιρεσιβλήτων παρεμβαίνοντος: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Κανέλλο. Της προσθέτως υπέρ της ήδη πρώτης αναιρεσιβλήτου, κατά του ήδη αναιρεσείοντος και κοινοποιουμένη στην ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη παρεμβαίνουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………………… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ”, με διακριτικό τίτλο “………….. Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.”, που εδρεύει στο Δήμο ……… και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σύρμα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 25-6-2015, 7-7-2015 και 9-7-2015 ανακοπές των ήδη: πρώτης αναιρεσιβλήτου, αναιρεσείοντος και δεύτερης αναιρεσιβλήτου, αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5450/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 5977/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12-4-2019 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, όπως προκύπτει από την ……/2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………., ακριβές αντίγραφο της από 12.4.2019 αιτήσεως αναιρέσεως για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, στην πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία “Τράπεζα …………….”, η οποία δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της αιτήσεως παρά την απουσία της αναιρεσίβλητης, κατά το άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα “ομολογίες” ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000,00 ευρώ η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§ 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β` 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β` 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις . Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΚ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: “Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή”. Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική) διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου η ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1 – 3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λ.π. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 § 1 περ. δ` του ν. 4954/2015 ότι “Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003 (Α` 157), ν. 1905/1990 (Α` 1411, 1665/1986 (Α` 194), 3606/2007 (Α` 195) και 4261/2014 (Α` 100)” (ΑΠ 909/2021 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Περαιτέρω, με το Ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες αποκτήσεως” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχειρίσεως” απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 § 1 στ. α`, β`, 1 § 1 στ. γ`, 2 § 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β` Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. 1α). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. 1α), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 §§ 1 – 3 Ν. 4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ` Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 § 1 στ. α` Ν. 4354/2015). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν. 4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1β, στ`, ββ, και γγ` Ν. 4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 § 2 εδ. α` Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει κατ` ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ` αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ` εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013- (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “……………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ” και το διακριτικό τίτλο “……………….. A.E.Δ.Α.Δ.Π”, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 8-10- 2020 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, κατά σύντμηση της προθεσμίας, στον αναιρεσείοντα και τις αναιρεσίβλητες άσκησε το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……………….. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “……………………….”, ειδικής διαδόχου της προαναφερθείσης αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, η τελευταία ως ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (αρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της πρώτης αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την αναιρεσίβλητη, η οποία, στο πλαίσιο όμως τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 21-7-2020 συμβάσεως πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχουν νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό Πρωτοκόλλου …./22-7-2020, έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…………………………”, ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού, με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας και αριθμό μητρώου ……………., η οποία, ακολούθως, ανέθεσε την διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 21-7-2020 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ..…/22-7-2020. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις της πρώτης αναιρεσίβλητης – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας σε βάρος της Κυπριακής εταιρείας με την επωνυμία “………………..”, που απορρέουν από την υπ` αριθμ. ……………………/………./19-10-2007 σύμβαση δανείου, κατά της οποίας (εταιρείας), δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης, εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 26806/2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ακολούθως δε επέβαλλε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο της οφειλέτριας εταιρείας, το οποίο εκτέθηκε σε αναγκαστικό πλειστηριασμό συνταγέντος του με αριθμό …/6-3-2015 πίνακα κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Αθηνών ……………………. , που προσβλήθηκε με την ένδικη ανακοπή του αναιρεσείοντος. Ωστόσο, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση της “…………………. A.E.Δ.Α.Δ.Π”, είναι απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προπαρατιθέμενη νομική σκέψη, η μόνη νομιμοποιούμενη να ασκήσει πρόσθετη αυτοτελή παρέμβαση υπέρ της δικαιοπαρόχου της πρώτης αναιρεσίβλητης Τράπεζας είναι (ως ειδική διάδοχος αυτής) η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…………………”, ως δικαιούχος της ένδικης απαίτησης. Αντίθετα, σύμφωνα με τις ίδιες αιτιολογίες, η ως άνω παρεμβαίνουσα εταιρία διαχείρισης δεν δύναται να επιδιώξει την εκπλήρωση της ένδικης απαίτησης στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας που κατέστη δικαιούχος της απαίτησης με εκχώρηση αφού ο ν. 3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ` εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Ειδικότερα, με την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4354/2015 ιδρύεται μία κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση, βάσει της οποίας οι ΕΔΑΠΔ νομιμοποιούνται να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις αντί του δικαιούχου της απαίτησης, δηλαδή των ΕΑΑΔΠ, που μετά την κατ` άρθρο 3 ν. 4354/2015 κτήση των δανειακών απαιτήσεων με εκχώρηση από την αντίστοιχη (εκχωρήτρια) Τράπεζα καθίστανται ειδικοί διάδοχοι της Τράπεζας. Η ανάθεση της διαχείρισης στην, επιλεγόμενη από την ΕΑΑΔΠ, εταιρεία ΕΔΑΠΔ θα γίνει με σύμβαση κατά τους όρους του άρθρου 2 §§ 1-3 ν. 4354/2015. Πηγή της νομιμοποιήσεώς της ΕΔΑΠΔ είναι η προαναφερόμενη συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία “απονέμει” στις εν λόγω εταιρίες την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου με πανηγυρική διατύπωση. Αντιστοίχως, από την παράγραφο 14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, καθίσταται σαφές ότι οι προβλεπόμενες εκεί εταιρείες ενεργούν πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωποι και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως), χωρίς να απονέμεται σε αυτές όμως η ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, να μπορούν να ασκούν αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενες έννομη προστασία στο όνομά τους. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 δεν απονέμει στις προαναφερόμενες εταιρίες διαχειρίσεως ενεργητική κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση προκειμένου να ασκήσουν τις ένδικες αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις παρά μόνο ρυθμίζουν τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Τέλος, οι διατάξεις του ν. 4354/2015 για την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιρειών διαχείρισης δανείων δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικώς και επί των εταιρειών διαχείρισης του ν. 3165/2003, διότι η εταιρεία διαχείρισης του άρθρου 10 ν. 3156/2003 αναλαμβάνει με σύμβαση εντολής τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων χωρίς όπως προειπώθηκε να έχει ορισθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ` εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση. Πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εξακολουθούν και ισχύουν παράλληλα για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Με το ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση αλλά συνεχίζει ισχύουσα παράλληλα με το δικό της όμως νομοθετικό πλαίσιο. Κατ` ακολουθίαν, των ανωτέρω η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, ενώ πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω του ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ). Από τη διάταξη του άρθρου 80 KΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 KΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 KΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα (ΑΠ 1736/2017). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 KΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ` του ισχύοντος από 27.9.2013 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013, ΦΕΚ 208 τ. Α`/27.9.2013), στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει, μεταξύ άλλων, και “η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης κατηγορίας ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα…”. Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 11-8-2020 πρόσθετη παρέμβασή του, που ασκήθηκε νομίμως με αυτοτελές δικόγραφο, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών παρενέβη προσθέτως υπέρ του αναιρεσείοντος, ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, επικαλούμενος έννομο συμφέρον το οποίο συνίσταται στο ότι “η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως αφορά ζητήματα που άπτονται αφενός της δικαστικής ενάσκησης δικαιωμάτων περί της καταβολής των νομίμων αμοιβών δικηγόρου, μέλους του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών, αλλά και άλλων μελών του συλλόγου… όσο και εν γένει του δικηγορικού σώματος και αφετέρου του χαρακτηρισμού της εννοίας της έγγραφης συμφωνίας, όπως αυτή περιοριστικά περιγράφεται στον ν. 4194/2013, καθόσον δυνάμει αυτής δύνανται ή όχι να συμφωνηθούν μεταξύ των συμβαλλομένων μερών κατώτερα όρια αμοιβής μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, γεγονός το οποίο είναι μεγάλης σπουδαιότητας οικονομικού ενδιαφέροντος για την δικαστική μεταχείριση που αφορά το δικηγορικό λειτούργημα…”. Η παρέμβαση αυτή είναι παραδεκτή σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην αρχή της παρούσης. Κατόπιν αυτών, η προαναφερθείσα πρόσθετη παρέμβαση πρέπει, να συνεκδικαστεί (άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ) με την υπό κρίση από 12-4- 2019 αίτηση αναίρεσης, με την οποία προσβάλλεται η 5977/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των αρχικών διαδίκων επί της από 2-11-2017 εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος, την οποία απέρριψε ως αβάσιμη κατ` ουσία, επικυρώνοντας την 5450/2017 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η από 7-7-2015 ανακοπή του αναιρεσείοντος κατά του ………/6-3-2015 πίνακα κατάταξης δανειστών του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………………….. και η οποία έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 91 παρ.1 του ν.δ. 3026/1954 “περί του Κώδικα Δικηγόρων”, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω λόγω του χρόνου γένεσης της ένδικης απαίτησης, ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δαπάνης, δικαστηριακής ή άλλης, την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε και αμοιβή για κάθε εργασία αυτού δικαστική ή εξώδικη. Με το άρθρο 92 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ.6 του ν. 3919/2011 και, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 αυτού, άρχισε η ισχύς του από 3-7-2011, ορίζεται ότι: “1. Τα της αμοιβής του δικηγόρου ορίζονται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία τούτου και του εντολέως του ή του αντιπροσώπου αυτού, η οποία περιλαμβάνει είτε την όλη διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος ή κατ` ιδίαν πράξεις αυτής ή κάθε άλλης φύσεως νομικές εργασίες. Οι οριζόμενες από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ως υποχρεωτικές ελάχιστες αμοιβές για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, καθώς και για τη διενέργεια εξωδικαστικών νομικών εργασιών, παύουν να ισχύουν. Στην περίπτωση που δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης, έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, ισχύουν οι οριζόμενες σύμφωνα με τα κατωτέρω νόμιμες αμοιβές. Με βάση τις νόμιμες αμοιβές διενεργείται από τα δικαστήρια η επιδίκαση δικαστικών εξόδων, καθώς και η εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών στην περίπτωση που δεν προκύπτει έγκυρη έγγραφη συμφωνία περί αμοιβής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 178 παρ.1 […]. Όπου στις διατάξεις των άρθρων 98-102, 104-123, 125-134, 139-156, 167 και 169 του παρόντος Κώδικα, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου που περιέχει ρύθμιση περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, γίνεται αναφορά σε “ελάχιστα όρια αμοιβών” ή “ελάχιστες αμοιβές” ή “αμοιβές”, νοούνται εφεξής οι “νόμιμες αμοιβές” κατά την έννοια των προηγούμενων εδαφίων. Από τις οριζόμενες στην ΚΥΑ υπ` αριθμό 1117864/2297/Α0012/7-12-2007 (ΦΕΚ Β` 2422) ως υποχρεωτικές “ελάχιστες αμοιβές”, εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά εφεξής ως “νόμιμες αμοιβές” κατά τη ρύθμιση των προηγούμενων εδαφίων, μόνον εκείνες (του Κεφαλαίου Ι “Παραστάσεις σε Δικαστήρια”), οι οποίες αναφέρονται στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, είναι δυνατή επαναρρύθμιση των νομίμων αμοιβών για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών […]. Όπου στον παρόντα Κώδικα ή σε οποιονδήποτε άλλο νόμο προβλέπονται νόμιμες αμοιβές, σύμφωνα με τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου, που υπολογίζονται ως ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, με το προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως των δύο προηγούμενων εδαφίων, αυτές καθορίζονται σε διαδοχικώς φθίνοντα ποσοστά, κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς την κατά καθοριζόμενες βαθμίδες πλαισίων ποσών κλιμακωτή επαύξηση της εκφραζόμενης ή αποτιμώμενης σε χρήμα αξίας, επί της οποίας αυτά υπολογίζονται”. Εξάλλου, με το άρθρο 178 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 14 του ν. 3919/ 2011, ορίζεται ότι “Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, τα δικαστήρια κατά την εκδίκαση δικαστικών εξόδων, καθώς και κατά την εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών, που διενεργείται στην περίπτωση κατά την οποία δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής του δικηγόρου και του εντολέως του ή αντιπροσώπου αυτού, εφαρμόζουν τις περί νομίμων αμοιβών διατάξεις του κώδικα τούτου […]”. Περαιτέρω, µε το άρθρο 7 παρ.2 του ν. 2753/1999, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 5 παρ.15 του ν. 3919/2011, παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση για να ορισθεί µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ελάχιστη δικηγορική αμοιβή, ενιαία για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους, για τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι δικηγόροι στους εντολείς τους, εκτός των άλλων, και όταν αυτές αφορούν παραστάσεις ενώπιον των δικαστηρίων. Δυνάμει της εν λόγω νομοθετικής εξουσιοδότησης, εκδόθηκε η πιο πάνω ΚΥΑ 1117864/2297/Α0012/7-12-2007. Δεδομένου ότι η ελάχιστη αμοιβή, που ορίζεται στην τελευταία αυτή υπουργική απόφαση, προεισπράττεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση αυτή αναφέρεται στις προεισπραττόμενες και μόνο αμοιβές (οι οποίες ορίζονται πάντα με ένα κατ` αποκοπή ποσό και ταυτίζονται κατά κανόνα με τις ελάχιστες νόμιμες αμοιβές), οι δε προβλεπόμενες από τον Κώδικα Δικηγόρων ελάχιστες ποσοστιαίες αμοιβές εξακολουθούν να ισχύουν. Με την παραπάνω διάταξη του ν. 2753/1999 και την κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα ΚΥΑ δεν θίγονται, δηλαδή, οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, που προβλέπουν καταβολή δικηγορικής αμοιβής βάσει ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης, οι οποίες και εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά τροποποιήθηκε ο εν λόγω Κώδικας μόνο όσον αφορά στο ύψος των προεισπραττομένων ελαχίστων αμοιβών. Συνεπώς, µε βάση τις ανωτέρω παραδοχές και διακρίσεις, το ελάχιστο όριο της αμοιβής ενός δικηγόρου επί υποθέσεων µε αντικείμενο αποτιμητό σε χρήμα προσδιορίζεται ποσοστιαία, εφόσον ο ποσοστιαίος αυτός προσδιορισμός είναι ανώτερος του ποσού που ορίζεται ως αμοιβή για τη συγκεκριμένη νομική υπηρεσία µε την προαναφερόμενη ΚΥΑ 1117864/2297/Α0012/7-12-2007. Αντιθέτως, η αμοιβή του δικηγόρου επί υποθέσεων που δεν έχουν αντικείμενο αποτιμητό σε χρήμα και ειδικότερα, επί υποθέσεων που δεν έχουν αίτημα καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό, αλλά μόνο διαπλαστικό, εφαρμοστέες είναι οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω Κώδικα περί κατ` αποκοπή καθορισμού του ύψους της αμοιβής (άρθρα 110 παρ. 3, 107 παρ. 1 και 100 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων), όπως ο συντελεστής υπολογισμού των αμοιβών ορίστηκε με διαδοχικές αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης και τελευταία ανακαθορίστηκε με την ΥΑ 12398/9-2-1989 σε 140 μονάδες (ΑΠ 1112/2017, ΑΠ 390/2015). Εξ αυτών παρέπεται ότι, με τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 5 του ν. 3919/2011, δεν καταργούνται ούτε τροποποιούνται οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, που προβλέπουν ελάχιστες ποσοστιαίες αμοιβές και συνεπώς, σε περίπτωση που δεν υπάρχει ειδική συμφωνία ως προς το ύψος της αμοιβής, αυτή καθορίζεται με βάση τα προβλεπόμενα στα άρθρα 100 επ. αυτού ελάχιστα όρια. Εάν ο νομοθέτης ήθελε και ως προς τις αμοιβές, τις υπολογιζόμενες βάσει ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης, να μην ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, δεν θα περιελάμβανε στην τελευταία υποπαράγραφο του τροποποιημένου άρθρου 92 πρόβλεψη, με την κατ` εξουσιοδότηση αυτού έκδοση προεδρικού διατάγματος περί επανακαθορισμού σε διαδοχικώς φθίνοντα ποσοστά των αμοιβών που υπολογίζονται σε ποσοστά επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης. Η θέση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι στο νέο Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, ΦΕΚ Α` 208/27-9-2013), με το άρθρο 166 παρ. 2 του οποίου καταργήθηκε ο προϊσχύων κώδικας (ν.δ. 3026/1954), προβλέπεται ο καθορισμός δικηγορικής αμοιβής βάσει διαδοχικώς φθίνοντος ποσοστού επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης (άρθρο 63 αυτού), πράγμα που σημαίνει ότι, αν ο νομοθέτης, με την τροποποίηση του άρθρου 92 του προϊσχύσαντος κώδικα, δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 6 του ν. 3919/2011, ήθελε την κατάργηση του ως άνω τρόπου καθορισμού της αμοιβής, δεν θα τον επανέφερε με το νέο Κώδικα Δικηγόρων (ΑΠ 191/2021, ΑΠ 733/2018, ΑΠ 1112/2017, ΑΠ 390/2015). Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται: “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998, 7/2006 και 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνος Ουσιαστικού Δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι απεδείχθησαν το Δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 194/2020, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 653/2011). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, κατά τον ενδιαφέρον την προκειμένη αναιρετική διαδικασία μέρος, τα εξής: “Με την υπ` αριθμ. …………./2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………….. και σε εκτέλεση της υπ` αριθμ. 26806/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατασχέθηκε αναγκαστικά με επίσπευση της καθής η ανακοπή- ανακόπτουσας – πρώτης εφεσίβλητης, ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, εκτάσεως 608,03 τ.μ., μετά της επ` αυτού υπάρχουσας ημιτελούς διώροφης οικοδομής, που βρίσκεται επί του παραπλεύρου δρόμου της Εθνικής Οδού ……….., στη θέση “…….” … Αττικής, όπως αυτό ειδικότερα περιγράφεται στην ως άνω έκθεση, αναγκαστικής κατάσχεσης, κυριότητας της οφειλέτιδας κυπριακής εταιρείας με την επωνυμία “…………….”. Με την υπ` αριθμ. …/2013 περίληψη της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή ορίσθηκε αρχικά ως ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού η 9.10.2013, κατά την οποία αυτός ματαιώθηκε λόγω ελλείψεως πλειοδοτών. Ακολούθως …………. κατόπιν εντολής της αυτής ως άνω διαδίκου, εκδόθηκε η υπ` αριθμ. …/2015 Δ` επαναληπτική περίληψη του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, με την οποία ορίσθηκε ως ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού η 14.1.2015, οπότε εκπλειστηριάσθηκε το εν λόγω ακίνητο ενώπιον της νόμιμης αναπληρώτριας του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Αθηνών …………….., αντί πλειστηριάσματος 640.000,00 ευρώ, συνταχθείσας προς τούτο, της υπ` αριθμ. …/14.1.2015 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου του ως άνω επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Στον ως άνω πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν: α) η καθής η ανακοπή-ανακόπτουσα-πρώτη εφεσίβλητη, με την από 15.1.2015 αναγγελία της, προκειμένου να καταταγεί προνομιακά (ως προσημειούχος δανείστρια), για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της κατά της καθής εκτέλεση, ποσού 1.592.286,25 ευρώ ………., β) η ανακόπτουσα, δεύτερη εφεσίβλητη, με την από 20.1.2015 αναγγελία της, προκειμένου να καταταγεί προνομιακά (ως προσημειούχος δανείστρια) για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της κατά της καθής η εκτέλεση, ποσού 809.940,06 ευρώ, πλέον τόκων……., γ) Ο ανακόπτων – καθού η ανακοπή – εκκαλών με την από 29.1.2015 αναγγελία του, προκειμένου να καταταγεί προνομιακά (ως έχων γενικό προνόμιο τρίτης τάξεως) για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του κατά της καθής η εκτέλεση, ποσού 99.043,04 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., δ) το Ελληνικό Δημόσιο (δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ……. Αθηνών), με την υπ` αριθμ, πρωτ. …/..2015 αναγγελία του, προκειμένου να καταταγεί για απαίτησή του, ποσού 5.882,87 ευρώ και ε) το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (δια του Διευθυντή του υποκαταστήματος ΙΚΑ ….. Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών), με την υπ` αριθμ. πρωτ. ………/21.1.2015 αναγγελία του, προκειμένου να καταταγεί για απαίτησή του, ποσού 133,87 ευρώ. Ακολούθως, επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, ο ως άνω, επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ` αριθμ. …/6.3.2015 πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα ως έξοδα εκτελέσεως το ποσό των 20.325,20 ευρώ, στο εναπομείναν υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού (640.000,00 – 20.325,20) = 619.674,80 ευρώ, κατέταξε: α) προνομιακά και οριστικά (ως έχον γενικό προνόμιο τρίτης τάξεως) το υποκατάστημα ΙΚΑ … Περιφερειακό ΚΕΑΟ Αθηνών, ως εκπρόσωπο του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, για το ποσό των 133,87 ευρώ, σε ολοσχερή εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, β) προνομιακά και οριστικά (ως έχον γενικό προνόμιο πέμπτης τάξεως) το Ελληνικό Δημόσιο (δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …………. Αθηνών), για το ποσό των 5.882,87 ευρώ, σε ολοσχερή εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, γ) προνομιακά και τυχαία (ως γενικό προνομιούχο δανειστή τρίτης τάξεως) τον ανακόπτοντα – καθού η ανακοπή – εκκκαλούντα, για το ποσό των 69.348,33 ευρώ, έναντι της αναγγελθείσας απαίτησής του, ποσού 99.348,33 ευρώ, υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών του, δ) προνομιακά και τυχαία, υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών της, την καθής η ανακοπή-ανακόπτουσα-πρώτη εφεσίβλητη, ως ειδική διάδοχο της “………………. Α.Ε.”, για το υπόλοιπο ποσό των 544.309,73 ευρώ, προς μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών της, ενώ η ανακόπτουσα-δεύτερη εφεσίβλητη, δεν κατατάχθηκε λόγω εξαντλήσεως του πλειστηριάσματος, με τις ανωτέρω κατατάξεις. Κατά του ανωτέρω πίνακα κατάταξης ασκήθηκαν εμπροθέσμως, οι προαναφερθείσες ανακοπές, επί των οποίων εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση η οποία έκρινε επ` αυτών, κατά τα προαναφερθέντα. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο ανακόπτων-καθού η ανακοπή-εκκαλών, ο οποίος είναι δικηγόρος, διορισμένος στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, τον Ιούνιο του 2008, συμφώνησε προφορικά με την καθής η εκτέλεση, κυπριακή εταιρεία, με την επωνυμία “………………….”, να της παράσχει τις υπηρεσίες του για την επίλυση νομικών ζητημάτων, που είχαν ανακύψει ή επρόκειτο να ανακύψουν στο μέλλον από τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα, η οποία αφορούσε κατά κύριο λόγο στην εκ μέρους της ανέγερση οικοδομής επί ακινήτου κειμένου στην ………… Αττικής και στη συνέχεια την αξιοποίηση αυτής. Όσον αφορά την αμοιβή του, είχε συμφωνηθεί για μεν τις εξώδικες εργασίες του να λαμβάνει το ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ, ανά ώρα εργασίας, για δε τις δικαστικές ενέργειές του, να λαμβάνει τις προβλεπόμενες από τον Κώδικα περί Δικηγόρων, νόμιμες αμοιβές. Στα πλαίσια της ως άνω καταρτισθείσας προφορικά, σύμβασης εντολής, ο ανακόπτων – καθού η ανακοπή – εκκαλών, προέβη, στις ακόλουθες εξώδικες ενέργειες: Α1) στα μέσα Οκτωβρίου 2011, συνέταξε σχέδιο συμφωνητικού…Α2)…Α3)…Α4)…έως Α10). Επομένως, για τις ανωτέρω εξώδικες ενέργειές του ο ανακόπτων – καθού η ανακοπή – εκκαλών, δικαιούται το συνολικό ποσό των (2.400,00 + 6.000,00 + 3.600,00 + 3.600,00 + 1.200,00 + 1.200,00 + 1.200,00 + 1.200,00 + 1.200,00 + 2.400,00) = 24.000,00 ευρώ. Επιπλέον, στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης εντολής, ο ανακόπτων – καθού η ανακοπή, προέβη στις ακόλουθες δικαστικές ενέργειες, για τις οποίες δικαιούται τις νόμιμες αμοιβές που ορίζονται από τις οικείες διατάξεις που προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας : α) του ν.δ. 3026/1954, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 5 του ν. 3919/2011. για τις κατωτέρω αναφερόμενες υπ` αριθμ. Β1 έως και Β11 ενέργειες, για τις οποίες η εντολή και η παροχή των αντιστοίχων υπηρεσιών έλαβαν χώρα από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου 3919/2011, (2/7/2011), μέχρι τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα των Δικηγόρων (ν. 4194/2013), (βλ. ΑΠ 730/2015 ΤΝΠ), ο οποίος κατά το άρθρο 166 § 3 αυτού ισχύει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α` 208/27.9.2013) και β) του νέου Κώδικα των Δικηγόρων (ν. 4194/2013), για την κατωτέρω αναφερόμενη υπ` αριθμ. Β12 ενέργεια, για την οποία η εντολή και η παροχή των υπηρεσιών έλαβαν χώρα κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο (27.9.2013). Ειδικότερα: Β1) συνέταξε και κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς την από 9.1.2013 (υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. ……/9.1.2013) ανακοπή, κατά της υπ` αριθμ. 186/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου που είχε εκδοθεί σε βάρος της καθής η εκτέλεση, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “……………. Α.Ε.”, για το ποσό των 37.500,00 ευρώ, καθώς και 600,00 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη, για την οποία, η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται, στο ποσό των 69,00 ευρώ. Β2) συνέταξε και κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, την από 21.3.2013 (υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. …………./21-3-2013) ανακοπή, κατά της υπ` αριθμ. 106/2013 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου, που είχε εκδοθεί σε βάρος της καθής η εκτέλεση από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “……………… Α.Ε.”, για το ποσό των 15.744,00 ευρώ, καθώς και το ποσό των 250,00 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη, για την οποία η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται, στο ποσό των 64,00 ευρώ). Β3) συνέταξε και κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, την από 15.4.2013 (υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. …………./17.4.2013) ανακοπή κατά της υπ` αριθμ. 587/2013 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου, η οποία είχε εκδοθεί σε βάρος της καθής η εκτέλεση από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “……………. Α.Ε.”, για το ποσό των 3.000,00 ευρώ, καθώς και το ποσό των 140,00 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη, για την οποία η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 64,00 ευρώ, για την οποία όμως έχει αναγγελθεί μόνον για το ποσό των 62,80 ευρώ. Β4) συνέταξε και κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, την από 17.4.2013 (υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. …………/19.4.2013) αίτηση αναστολής εκτέλεσης, της υπ` αριθμ. 587/2013 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου, για την οποία η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 80,00 ευρώ, για την οποία όμως έχει αναγγελθεί μόνον για το ποσό των 62,80 ευρώ. Β5) συνέταξε και κατέθεσε τις από 3.6.2013 προτάσεις (σημείωμα) επί της ως άνω από 17.4.2013 (υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2013) αίτησης αναστολής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, για την οποία η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 59,00 ευρώ, για την οποία όμως έχει αναγγελθεί μόνον για το ποσό των 31,40 ευρώ. Β6) συνέταξε και κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 23.9.2013 (υπ` αριθμ. καταθ. ……../………../23.9.2013) ανακοπή, κατά της υπ` αριθμ. 14926/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε εκδοθεί σε βάρος της καθής η εκτέλεση, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “………………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, για το ποσό των 533.603,10 ευρώ, εντόκως, καθώς και το ποσό των 9.070,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη, για την οποία η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 171 ευρώ. Β7) συνέταξε και κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 23.9.2013 (υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. …………/………./23.9.2013) ανακοπή, κατά της υπ` αριθμ. 14281/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε εκδοθεί σε βάρος της καθής η εκτέλεση, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “……………… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” για το ποσό των 90.126,71 ευρώ), εντόκως. καθώς και το ποσό των 1.500,00 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη, για την οποία η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 134,00 ευρώ. Β8) συνέταξε και κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 29.7.2013 (υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. …………/………../30.7.2013) ανακοπή, κατά της υπ` αριθμ. 26806/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε εκδοθεί κατά της καθής η εκτέλεση, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…….……….. Α.Ε.”, για το ποσό των 408.100,70 ευρώ, καθώς και 6.935,00 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη, για την οποία η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 171,00 ευρώ). Β9) συνέταξε και κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 30.7.2013 (υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. …………/…………/30.7.2013) αίτηση αναστολής εκτέλεσης, της υπ` αριθμ. 26806/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για την οποία η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 107,00 ευρώ. Β10) συνέταξε και κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 2/8/2013 (υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. ………../………../2.8.2013) ανακοπή κατά της εκτέλεσης, που επέσπευσε η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “……………………… Α.Ε.”, σε βάρος της καθής η εκτέλεση, προς ικανοποίηση απαίτησής της, ποσού 463.700,66 ευρώ, για την οποία η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται, στο ποσό των 171,00 ευρώ. Β11) συνέταξε και κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 12.9.2013 (υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. ………./……../13.9.2013) αίτηση αναστολής της εκτέλεσης, που επέσπευσε η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “………………. Α.Ε.” σε βάρος της καθής η εκτέλεση, για την οποία η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 107,00 ευρώ. Β12) συνέταξε και κατέθεσε τις από 27.9.2013 προτάσεις (σημείωμα) επί της ως άνω από 12.9.2013 (υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. ………../………../2013) αίτησης αναστολής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση της οποίας είχε παρασταθεί, για την οποία η νόμιμη αμοιβή του ανέρχεται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 4194/2013, στο ποσό των (102,00 + 134,00) = 236,00 ευρώ. Συνεπώς, για τις ανωτέρω δικαστικές ενέργειές του, ο ανακόπτων – καθού η ανακοπή – εκκαλών, δικαιούται το συνολικό ποσό των (69,00 + 64,00 + 62,80 + 62,80 + 31,40 + 171,00 + 134,00 + 171,00 + 107,00 + 171,00 + 107,00 + 236,00) = 1.387,00 ευρώ. Ο ισχυρισμός του ανακόπτοντα-καθού η ανακοπή-εκκαλούντα, που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσής του, ότι για τις προαναφερθείσες υπό στοιχεία Β1 έως Β-12 δικαστικές ενέργειές του, έπρεπε να λάβει τα ποσά των 762,00, 319,88, 62,80, 62,80, 31,40, 10.853,46, 1.832,53, 8.300,71. 8.300,71, 13.911,02, 9.274,01 ευρώ) αντίστοιχα, υπολογιζόμενης της αμοιβής του σε ποσοστά 1% και 2% επί του αντικειμένου της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις 100 παρ. 1, 103 και 107 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954). για το λόγο ότι η καταρτισθείσα με την ως άνω εντολέα του σύμβαση εντολής, έλαβε χώρα το έτος 2008, πρέπει να απορριφτεί ως μη νόμιμος, γιατί, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ως χρόνος για τις εφαρμοστέες νομικές διατάξεις για τον υπολογισμό της αμοιβής του δικηγόρου, λαμβάνεται ο χρόνος διεξαγωγής των δικών. Οι επίδικες δε δικαστικές ενέργειες, έλαβαν χώρα υπό την ισχύ των προαναφερθεισών διατάξεων των νόμων 3919/2011 και 4194/2013, οπότε, εφόσον δεν υπήρχε έγγραφη συμφωνία, ο υπολογισμός της αμοιβής του ανακόπτοντα – καθού η ανακοπή – εκκαλούντα, θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τους ως άνω νόμους, νόμιμες αμοιβές. Περαιτέρω……… Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ο ανακόπτων – καθού η ανακοπή – εκκαλών, έπρεπε να καταταγεί προνομιακά για τις προαναφερθείσες απαιτήσεις του, για το συνολικό ποσό των (24.000,00 + 1.387,00) = 25.387,00 ευρώ και όχι για το ποσό των 69.348,33 ευρώ, για το οποίο κατατάχθηκε. Συνεπώς, έπρεπε να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος υπ` αριθμ. ……/6-3-2015 πίνακας κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Αθηνών ………………….., να περιοριστεί η κατάταξη του ανακόπτοντα-καθού η ανακοπή – εκκαλούντα στο ποσό των 25.387,00 ευρώ, να αποβληθεί ο τελευταίος από τον ως άνω πίνακα, ως προς το ποσό των 43.961,33 ευρώ και το ποσό αυτό να προστεθεί στο ποσό των 544.309,33 ευρώ, για το οποίο έχει καταταγεί η καθής η ανακοπή- ανακόπτουσα-πρώτη εφεσίβλητη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που έκρινε όμοια, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα αντιθέτως δε υποστηριζόμενα από τον ανακόπτοντα – καθού η ανακοπή εκκαλούντα, με την υπό κρίση έφεσή του κρίνονται αβάσιμα”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε το σχετικό λόγο εφέσεως και την έφεση ως αβάσιμη κατ` ουσία, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε αποφανθεί ομοίως και είχε μεταρρυθμίσει τον προαναφερόμενο πίνακα κατάταξης αποβάλλοντας τον αναιρεσείοντα κατά το ποσό των 43.961,33 ευρώ, που αφορούσε νόμιμες αμοιβές του υπολογιζόμενες σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν.δ. 3026/1954, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 5 παρ. 6 του ν. 3919/2011, καθώς και αυτές της 1117864/2297/Α0012/7-12-2007 ΚΥΑ, των οποίων η αληθινή έννοια έχει προεκτεθεί στη μείζονα σκέψη. Επομένως, ο πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 KΠολΔ, είναι βάσιμοι. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, προς εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα. Η δικαστική δαπάνη της αναιρετικής δίκης πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν υπήρξε δυσχερής (άρθρα 179, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος (αν υποβλήθηκε αίτημα με το αναιρετήριο ή με το δικόγραφο των προτάσεων, ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθενται (τα δύο τελευταία στη γραμματεία του Αρείου Πάγου έως την παραμονή της συζήτησης), διατάσσει με την αναιρετική απόφασή του την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη εκτέλεση. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση εκούσιας ή αναγκαστικής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, η οποία με την επικύρωση της από το Εφετείο θεωρείται ότι ενσωματώθηκε στην αναιρούμενη απόφαση (ΑΠ 648/2005). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο Άρειος Πάγος για να διατάξει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση πρέπει αυτή είτε εκούσια είτε αναγκαστική να έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση, και όχι άλλη ή άλλο εκτελεστό τίτλο, γιατί στην τελευταία περίπτωση την επαναφορά διατάσσει κατά το άρθρο 581 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., το δικαστήριο της παραπομπής ενώπιον του οποίου συζητείται και πάλι η έφεση μετά την αναίρεση (ΑΠ 1877/2005). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 980 του Κ.Πολ.Δ. αν ασκήθηκε από κάποιον από τους δανειστές ανακοπή, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε καταβολή προς δανειστή του οποίου η κατάταξη προσβάλλεται με την ανακοπή, που σημαίνει ότι η διανομή του πλειστηριάσματος προϋποθέτει “τελεσιδικία” του πίνακα κατάταξης (ΑΠ 1380/1994). Και αν μεν η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης γίνει δεκτή το Δικαστήριο δεν αναπέμπει την υπόθεση στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, αλλά μεταρρυθμίζει τον πίνακα, αποβάλλει τον καθού η ανακοπή και κατατάσσει στην θέση του τον αναιρεσείοντα (ΑΠ 1779/2007 και 756/2001). Αντίθετα, εφ` όσον η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στη συνέχεια δε απορριφθεί και η έφεση του ανακόπτοντος κατά της απορριπτικής απόφασης, ο πίνακας κατατάξεως όπως είχε συνταχθεί από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο καθίσταται “εκτελεστός”, όχι όμως με την έννοια του εκτελεστού τίτλου των άρθρων 904 επ. Κ.Πολ.Δ., αφού στην περίπτωση αυτή ο προσβληθείς πίνακας αναπτύσσει μόνο τις συνέπειές του ως διαδικαστικής πράξης, σε αντίθεση με τα ισχύοντα υπό το καθεστώς της προϊσχύσασας Πολιτικής Δικονομίας, όπου με την τελεσίδικη απόρριψη κατά του πίνακος κατάταξης παραγόταν τελεσιδικία με δύναμη δεδικασμένου (ΑΠ 530/1995). Επομένως, όταν απορρίπτεται τελεσίδικα η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, ο οποίος στη συνέχεια εκτελείται με τη διανομή του εκπλειστηριάσματος στους καταταχθέντες δανειστές από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, όπου έχει κατατεθεί το εκπλειστηρίασμα, δεν εκτελείται η απορριπτική της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης τελεσίδικη απόφαση, γι` αυτό σε περίπτωση αναίρεσης της τελεσιδικίας από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, δεν νοείται στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 579 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. επαναφορά των πραγμάτων από το ίδιο Δικαστήριο (ΑΠ 1134/2012, ΑΠ 557/2010). Συνεπώς το αίτημα του αναιρεσείοντος, που υποβλήθηκε διαδικαστικά παραδεκτά με το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με το οποίο ζητεί να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ώστε να υποχρεωθεί η πρώτη αναιρεσίβλητη στην επιστροφή του ποσού των 43.961,33 ευρώ, που εισέπραξε ήδη με βάση τον προσβληθέντα πίνακα κατάταξης, στον επί του πλειστηριασμού συμβολαιογράφο, ώστε στη συνέχεια το ποσό αυτό να καταβληθεί στον ίδιο κρίνεται μη νόμιμο και απορριπτέο, εφ` όσον άλλωστε με μόνη την αναίρεση της απορριψάσης την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης απόφασης δεν ακυρώνεται αυτοδικαίως και ο προσβληθείς πίνακας κατάταξης, το κύρος του οποίου θα κριθεί στην μετ` αναίρεση κατά παραπομπή δίκη από το Εφετείο που θα ερευνήσει το κύρος αυτό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7.10.2020 πρόσθετη παρέμβαση, υπέρ της πρώτης αναιρεσίβλητης, της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………….. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ”. Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Αναιρεί την 5977/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κατά το κεφάλαιο που ερευνήθηκε και αναφέρεται στον αναιρεσείοντα και την πρώτη αναιρεσίβλητη. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, κατά το παραπάνω αναφερόμενο κεφάλαιο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, προς περαιτέρω εκδίκαση. Διατάσει την επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα. Απορρίπτει το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, που υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως. Και συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Ιουνίου 2021.

Follow on Instagram
This error message is only visible to WordPress admins

Error: API requests are being delayed for this account. New posts will not be retrieved.

There may be an issue with the Instagram access token that you are using. Your server might also be unable to connect to Instagram at this time.

Error: No posts found.

Make sure this account has posts available on instagram.com.