Ακόμη μία απόφαση όνειδος για το ανώτατο δικαστήριο. Αξιολογότατη και πάλι η σκέψη της μειοψηφίας της απόφασης του ΣτΕ, η οποία προσπάθησε να περισώσει κάτι από το κύρος του. Θα μείνει στην ιστορία ως φωτεινό παράδειγμα δικαστικής κρίσης και οι δικαστές που την αποτέλεσαν θα έχουν να παίξουν ρόλο και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα, ενώ ο σκοταδισμός της πλειοψηφίας πιθανόν να αποτελέσει το βάραθρο του σύγχρονου πολιτειακού μας συστήματος. Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της απόφασης.
Αριθμός 1400/2022
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Οκτωβρίου 2021, με την εξής σύνθεση: Δ. Σκαλτσούνης, Πρόεδρος, Μ. Πικραμένος, Π. Ευστρατίου, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Π. Καρλή, Β. Αραβαντινός, Ά. Καλογεροπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Δ. Μακρής, Α. Μίντζια, Μ. Τριπολιτσιώτη, Ιφ. Αργυράκη, Ν. Σκαρβέλης, Β. Ανδρουλάκης, Φρ. Γιαννακού, Ε. Σκούρα, Κ. Λαζαράκη, Αικ. Ρωξάνα, Κ. Μαρίνου, Ελ. Γεωργούτσου, Σύμβουλοι, Ελ. Μουργιά, Θ. Ζιάμου, Ζ. Θεοδωρικάκου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Α. Μίντζια και Ν. Σκαρβέλης, καθώς και η Πάρεδρος Ελ. Μουργιά, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.
Για να δικάσει την από 11 Ιουνίου 2021 αίτηση:
…
των: 1) … του …, κατοίκου Φωτοβολίδος Δράμας, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δήμο Θανάσουλα (Α.Μ. 142 Δ.Σ. Τρικάλων), που τον διόρισε στο ακροατήριο – 46) … του …, κατοίκου … Αττικής (…), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και ήδη Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, ο οποίος παρέστη με την Ευτυχία Κασομένου, Νομική Σύμβουλος του Κράτους, η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 22ας Ιουνίου 2021 Πράξης της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. γ΄, (όπως ισχύει), 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 28550.Φ.215.2/18.5.2021 πράξη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Π. Καρλή.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον δικηγόρο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (Αριθμός ηλεκτρονικού παραβόλου με κωδικό πληρωμής …).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 28550 Φ 215.2/18.5.2021 Πράξης του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, με θέμα: «Εμβολιασμός Υπαλλήλων που υπηρετούν στις Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.)”.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον της Ολομελείας, κατόπιν της από 22.6.2021 πράξης της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδαφ. γ΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει.
4. Επειδή, η αίτηση καθ’ ό μέρος ασκείται από τον υπ’ αριθμ. 18 αιτούντα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι ο ως άνω αιτών δεν νομιμοποίησε τον δικηγόρο που υπογράφει την αίτηση ακυρώσεως και παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης με κάποιον από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, τρόπους.
5. Επειδή, οι λοιποί αιτούντες, πυροσβεστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν στις Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών (ΕΜΑΚ) και στο Μηχανοκίνητο Ειδικό Τμήμα Πυροσβεστικών Επιχειρήσεων (ΜΕΤΠΕ) της 1ης ΕΜΑΚ και δεν έχουν εμβολιαστεί κατά του κορωνοϊού covid 19,όπως ισχυρίζονται και βεβαιώνεται από τη Διοίκηση (βλ. το 36101Φ.Α.16569/18.6.2021 έγγραφο απόψεων προς το Δικαστήριο), με έννομο συμφέρον ασκούν την αίτηση.
6. Επειδή, με το άρθρο 2 του ν. 4662/2020 (Α΄ 27) «1. Συστήνεται Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων (National Crisis and Hazard Management Mechanism (Nat-CHAMM) εφεξής, «Εθνικός Μηχανισμός», ο οποίος καλύπτει ολόκληρο τον κύκλο διαχείρισης καταστροφών και συνιστά το σύνολο των συντρεχουσών επιχειρησιακών και διοικητικών δομών και λειτουργιών της Πολιτικής Προστασίας. Ο Εθνικός Μηχανισμός έχει ως προτεραιότητες, αφενός την πρόληψη, την ετοιμότητα και την προστασία της ζωής, της υγείας και της περιουσίας των πολιτών, του περιβάλλοντος, της πολιτιστικής κληρονομιάς, των υποδομών, των πλουτοπαραγωγικών πηγών, των υπηρεσιών ζωτικής σημασίας, των υλικών και άυλων αγαθών από φυσικές και τεχνολογικές καταστροφές και λοιπές απειλές συναφούς προέλευσης, που προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης σε ειρηνική περίοδο και αφετέρου τη μείωση του κινδύνου και την αντιμετώπιση, αποκατάσταση και ελαχιστοποίηση των συνεπειών τους. 2… Ο τρόπος λειτουργίας του Εθνικού Μηχανισμού αποτελεί ένα σύστημα το οποίο συμβάλλει και στην επίτευξη των σκοπών των ευρωπαϊκών και διεθνών μηχανισμών και συστημάτων πολιτικής προστασίας», στους οποίους περιλαμβάνεται και ο μηχανισμός πολιτικής προστασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με την 1313/2013/ΕΕ απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ένωσης (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 924), η οποία αναφέρεται στο προοίμιο της προσβαλλόμενης Πράξης, στόχος του εν λόγω μηχανισμού, ο οποίος προάγει την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, είναι η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών και η διευκόλυνση του συντονισμού στον τομέα της πολιτικής προστασίας με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων πρόληψης, ετοιμότητας και αντιμετώπισης φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών (άρθρο 1 παρ. 1 και 3). Η συνεργασία περιλαμβάνει α) δράσεις στους τομείς της πρόληψης και της ετοιμότητας εντός της Ένωσης και, όσον αφορά τα άρθρα 5 παρ. 2 και 13 παρ. 3 και το άρθρο 28, και εκτός της Ένωσης και β) δράσεις για τη στήριξη της αντιμετώπισης των άμεσων συνεπειών καταστροφής εντός ή εκτός της Ένωσης, μεταξύ άλλων και στις χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 28 παρ. 1, κατόπιν αίτησης παροχής βοήθειας μέσω του μηχανισμού της Ένωσης (άρθρο 2). Περαιτέρω, το άρθρο 9 της εν λόγω απόφασης ορίζει ότι: «1. Τα κράτη μέλη συμβάλλουν εθελουσίως στη δημιουργία μονάδων ιδίως για τις επεμβάσεις επείγοντος χαρακτήρα ή τη στήριξη των αναγκών στο πλαίσιο του μηχανισμού της Ένωσης. Τα κράτη μέλη ορίζουν εκ των προτέρων μονάδες, άλλες ικανότητες αντιμετώπισης, καθώς και εμπειρογνώμονες, στο πλαίσιο των αρμόδιων υπηρεσιών τους, ιδίως στο πλαίσιο των οικείων υπηρεσιών πολιτικής προστασίας ή άλλων υπηρεσιών αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών, οι οποίες θα μπορούσαν να διατεθούν για επεμβάσεις κατόπιν αιτήματος, μέσω του μηχανισμού της Ένωσης. […] 2. Οι μονάδες αποτελούνται από τους πόρους ενός ή περισσότερων κρατών μελών και πρέπει: α) να είναι σε θέση να εκτελούν προκαθορισμένα καθήκοντα στους τομείς της αντιμετώπισης, σύμφωνα με τις καθιερωμένες διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές και ως εκ τούτου να μπορούν: i) να αποστέλλονται κατεπειγόντως κατόπιν αιτήματος για παροχή βοήθειας, […] β) να είναι διαλειτουργικές με άλλες μονάδες. […]. 6. Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τις σχετικές πληροφορίες για τους εμπειρογνώμονες, τις μονάδες και τις άλλες ικανότητες αντιμετώπισης που διαθέτουν για βοήθεια μέσω του μηχανισμού της Ένωσης […] και επικαιροποιούν τις πληροφορίες αυτές, όταν χρειάζεται. […] 8. Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν τις ενδεδειγμένες δράσεις ετοιμότητας προκειμένου να διευκολύνουν τη στήριξη του κράτους υποδοχής. 9. […]”. Εξ άλλου, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, με την 2014/762/EE εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής της 16ης Οκτωβρίου 2014 «για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής της απόφασης αριθ. 1313/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ένωσης και για την κατάργηση των αποφάσεων της Επιτροπής 2004/277/ΕΚ, Ευρατόμ και 2007/606/ΕΚ, Ευρατόμ» (EE L 320/1), η οποία επίσης αναφέρεται στο προοίμιο της προσβαλλόμενης Πράξης, ορίζονται ελάχιστες απαιτήσεις για τις μονάδες, τις άλλες ικανότητες αντιμετώπισης και τους εμπειρογνώμονες που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 της απόφασης 1313/2013/ΕΕ, καθώς και για τις επιχειρησιακές απαιτήσεις τους, τη λειτουργία και τη διαλειτουργικότητά τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 της εν λόγω απόφασης. Συγκεκριμένα, οι μονάδες πρέπει να είναι σε θέση να εργάζονται με αυτάρκεια για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να μπορούν να αναπτύσσονται ταχύτατα και να είναι διαλειτουργικές. Για την ενίσχυση δε της διαλειτουργικότητας προβλέπεται ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα σε επίπεδο Ένωσης και σε επίπεδο κρατών μελών (βλ. στοιχ. 4 προοιμίου).
7. Επειδή, σχετικά με το Πυροσβεστικό Σώμα, στον ανωτέρω ν. 4662/2020 και στο άρθρο 28 αυτού προβλέπονται τα εξής: «1. Η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας (Γ.Γ.Π.Π.) που συστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 2344/1995 (Α΄ 212) υπάγεται στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. 2. Η Γ.Γ.Π.Π. συνιστά υπερκείμενη Επιχειρησιακή Δομή του Εθνικού Μηχανισμού και έχει ως αποστολή τη μελέτη, την επεξεργασία, τον σχεδιασμό, την οργάνωση και τον συντονισμό του συνόλου των δράσεων πολιτικής προστασίας όλων των εμπλεκόμενων φορέων, για την πρόληψη, ετοιμότητα, αντιμετώπιση και αποκατάσταση των φυσικών, τεχνολογικών καταστροφών και λοιπών απειλών, που δύναται να προκαλέσουν καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης κατά τη διάρκεια ειρηνικής περιόδου, με στόχο την προστασία της ζωής, της υγείας, της περιουσίας των πολιτών, του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς, τον έλεγχο εφαρμογής των ανωτέρω, καθώς και την ενημέρωση των πολιτών για τα ζητήματα αυτά… Στο πλαίσιο της ανωτέρω αποστολής, στη Γ.Γ.Π.Π. υπάγεται το Πυροσβεστικό Σώμα, το οποίο συνιστά επιχειρησιακή δομή της”. Στο άρθρο 74 ορίζεται ότι: «1. Το Πυροσβεστικό Σώμα (Π.Σ.) είναι ιδιαίτερο Σώμα Ασφαλείας, το οποίο διοικείται από τον Αρχηγό του και συνιστά επιχειρησιακή δομή υπαγόμενη στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, με αρμοδιότητα που εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα άλλων υπηρεσιών […]» και στο άρθρο 76 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «1. Το Πυροσβεστικό Σώμα, ως ιδιαίτερο Σώμα Ασφαλείας, διέπεται από ειδικούς νόμους και κανονισμούς και για την εκτέλεση της αποστολής του εφοδιάζεται με τα αναγκαία μέσα και εξοπλισμό. 2. Το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος διακρίνεται στις εξής κατηγορίες: α. Πυροσβεστικό προσωπικό, το οποίο συνίσταται σε: αα. Γενικών Καθηκόντων και ββ. Ειδικών Καθηκόντων. […] β. […] γ. Πολιτικό προσωπικό,[…] 3. Το πυροσβεστικό προσωπικό είναι ένστολοι, μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, έχουν ιδιαίτερη ιεραρχία και κανόνες πειθαρχίας, και είναι εφοδιασμένοι με ειδικό δελτίο ταυτότητας, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα ασφαλείας. Διέπεται από ειδικούς νόμους και κανονισμούς και μόνο για όποια θέματα δεν ρυθμίζονται από αυτούς, εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει για τους πολιτικούς δημόσιους υπαλλήλους. 4. […] 5. Όλες οι υπηρεσίες του Πυροσβεστικού Σώματος, το πυροσβεστικό προσωπικό […] τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Για τον σκοπό αυτόν, οι υπηρεσίες λειτουργούν σε εικοσιτετράωρη βάση, όλες τις ημέρες του έτους. […]”. Περαιτέρω, στο άρθρο 79 ορίζεται ότι: «1. Το Πυροσβεστικό Σώμα συγκροτείται από Κεντρικές και Περιφερειακές Υπηρεσίες. 2. Κεντρικές Υπηρεσίες είναι αυτές των οποίων η αρμοδιότητα εκτείνεται σε ολόκληρη την Επικράτεια και είναι οι εξής: α. Το Αρχηγείο Πυροσβεστικού Σώματος, το οποίο διαρθρώνεται ως εξής: αα. Επιτελείο. […] 3. Περιφερειακές Υπηρεσίες είναι αποκεντρωμένες Υπηρεσίες με τοπική αρμοδιότητα που εκτείνεται σε συγκεκριμένη εδαφική περιοχή και είναι οι εξής: α. Οι Περιφερειακές Πυροσβεστικές Διοικήσεις (ΠΕ.ΠΥ.Δ.).[…] γ. Οι Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.). δ. […] 4. Από τις Κεντρικές και Περιφερειακές Υπηρεσίες του Πυροσβεστικού Σώματος […] οι περιπτώσεις γ΄ και […] της παραγράφου 3 είναι Ειδικές Υπηρεσίες. Ειδικές χαρακτηρίζονται οι Υπηρεσίες που έχουν ιδιαίτερη αποστολή και επιδιώκουν ειδικό σκοπό στο πλαίσιο του οποίου στελεχώνονται με προσωπικό εξειδικευμένων γνώσεων, φυσικών ικανοτήτων και συγκεκριμένων τυπικών και ουσιαστικών προσόντων. […] 6. Οι Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.), που υπάγονται διοικητικά στις ΠΕ.ΠΥ.Δ. και επιχειρησιακά στον Αρχηγό Πυροσβεστικού Σώματος είναι οι εξής: α. 1η Ειδική Μονάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών (1η Ε.Μ.Α.Κ.) με έδρα την Ελευσίνα Αττικής. Στην 1η Ε.Μ.Α.Κ. υπάγεται διοικητικά και το αυτοτελές Μηχανοκίνητο Ειδικό Τμήμα Πυροσβεστικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.Τ.Π.Ε.) με έδρα την Ελευσίνα. Το Μ.Ε.Τ.Π.Ε. υπάγεται επιχειρησιακά στον Αρχηγό Πυροσβεστικού Σώματος. β. 2η Ειδική Μονάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών (2η Ε.Μ.Α.Κ.) με έδρα τη Θεσσαλονίκη. γ. 3η Ειδική Μονάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών (3η Ε.Μ.Α.Κ.) με έδρα το Ηράκλειο Κρήτης. δ. 4η Ειδική Μονάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών (4η Ε.Μ.Α.Κ.) με έδρα την Κομοτηνή. ε. 5 η Ειδική Μονάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών (5 η Ε.Μ.Α.Κ.) με έδρα τα Ιωάννινα. στ. 6η Ειδική Μονάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών (6η Ε.Μ.Α.Κ.) με έδρα την Πάτρα. ζ. 7η Ειδική Μονάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών (7η Ε.Μ.Α.Κ.) με έδρα τη Λαμία. η. 8η Ειδική Μονάδα Αντιμετώπισης Καταστροφών (8η Ε.Μ.Α.Κ.) με έδρα τη Λάρισα. […] 7. Στις Περιφερειακές Πυροσβεστικές Διοικήσεις (ΠΕ. ΠΥ.Δ.) υπάγονται διοικητικά και επιχειρησιακά: α. […] β. Οι Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.). […] 12. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη ρυθμίζονται θέματα οργάνωσης, διάρθρωσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά τη λειτουργία των Κεντρικών Υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος. 13. Με απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος: α. Ρυθμίζονται θέματα εσωτερικής διάρθρωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος, θέματα που αφορούν στη δύναμη του πυροσβεστικού προσωπικού, την άσκηση των καθηκόντων του, τη συντήρηση του υλικού των Υπηρεσιών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. β. […].”, ενώ στο άρθρο 80 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «3. Με απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος καθορίζονται τα λοιπά θέματα της εσωτερικής διάρθρωσης του Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος, εξειδικεύονται, τροποποιούνται και κατανέμονται οι αρμοδιότητες των Διευθύνσεων, Τμημάτων και Γραφείων του Αρχηγείου και των οργάνων που υπηρετούν σε αυτό, συστήνονται Γραφεία και ρυθμίζονται συναφή οργανωτικά και λειτουργικά ζητήματα. […]”. Επίσης, στο άρθρο 103 του ν. 4662/2020 ορίζεται ότι: «Το πυροσβεστικό προσωπικό λογίζεται ότι ευρίσκεται στην κατάσταση της ενέργειας, εφόσον ανήκει στη δύναμη υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος και υπηρετεί για την εκπλήρωση της αποστολής του», στο άρθρο 112 παρ. 1 ορίζεται ότι: «1. Τα προς προαγωγή προσόντα του προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος διακρίνονται σε τυπικά, γενικά και ειδικά, και ουσιαστικά”, στο άρθρο 117 ορίζεται ότι: «Ως ουσιαστικά προς προαγωγή προσόντα των στελεχών του Πυροσβεστικού Σώματος αξιολογούνται τα κάτωθι: α. Επαγγελματική κατάσταση. β. Διοικητική κατάσταση. γ. Συμπεριφορική κατάσταση εντός και εκτός της υπηρεσίας. δ. Ψυχική κατάσταση. ε. Σωματική κατάσταση» και στο άρθρο 118 παρ. 6 ορίζεται ότι: «6. Για την αξιολόγηση της σωματικής κατάστασης, λαμβάνονται υπόψη: α. Η γενική κατάσταση της υγείας και η αρτιμέλεια. β. Η αντοχή κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας και η μη αποχή από αυτήν για λόγους υγείας», στο άρθρο 151 ορίζεται ότι: «1. Η συνολική υπηρετούσα δύναμη κατανέμεται με απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος τον Δεκέμβριο εκάστου έτους στις Υπηρεσίες αυτού με κριτήριο τις ιδιαίτερες επιχειρησιακές της ανάγκες. Με βάση την κατανομή και την υπηρετούσα δύναμη προκύπτουν τα κενά ή οι υπεράριθμοι ανά υπηρεσία, βάσει των οποίων διενεργούνται οι τακτικές μεταθέσεις. […]» και στο άρθρο 161 ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: “[…]. 3. Οι μετακινήσεις δύναται να πραγματοποιηθούν είτε κατόπιν αίτησης του υπαλλήλου για λόγους επαρκώς αιτιολογημένους είτε με πρωτοβουλία της υπηρεσίας για την κάλυψη επιχειρησιακών αναγκών. 4. Η μετακίνηση υπαλλήλου πραγματοποιείται, χωρίς αίτηση στις εξής περιπτώσεις: α) Προκειμένου να καλυφθούν υπηρεσιακές ανάγκες. […] 5. Στις Ε.Μ.Α.Κ. μετακινείται και υπηρετεί μόνο πυροσβεστικό προσωπικό. Οι μετακινήσεις προς τις Ε.Μ.Α.Κ. υπαλλήλων μέχρι και τον βαθμό του Πυρονόμου επιτρέπονται, εφόσον η ηλικία τους είναι μέχρι και τριάντα πέντε (35) ετών, προηγουμένων υποχρεωτικά αυτών που έχουν υπηρετήσει τη στρατιωτική τους θητεία σε Ειδικές Δυνάμεις των Ενόπλων Δυνάμεων και είναι κάτοχοι πτυχίου υποβρύχιου καταστροφέα ή αλεξιπτωτιστή, άλλως, αυτών που έχουν υπηρετήσει μόνον σε Ειδικές Δυνάμεις. Έπονται οι κάτοχοι πτυχίων Σχολών Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας σε αντικείμενα που σχετίζονται με ορειβασία, αναρρίχηση, κατάδυση και εκπαίδευση σκύλων και ελλείψει αυτών οι κάτοχοι ανάλογων πτυχίων Ιδιωτικών Σχολών της Χώρας ή αλλοδαπής”. Εξάλλου, στο άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 1481/1984 (Α΄ 152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν. 1590/1986 (Α΄ 49), ορίζονται τα εξής: «1. … 2. Με αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης ρυθμίζονται θέματα εσωτερικής διάρθρωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα για την αστυνομική δύναμη την άσκηση των αστυνομικών καθηκόντων και τη συντήρηση του υλικού των αστυνομικών υπηρεσιών 3…». Κατ’ επίκληση της τελευταίας εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 11 παρ. 2 του ν. 1481/1984 εκδόθηκε η 9670 οικ. Φ.109.1/14.5.2007 απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης (Β΄ 842), με την οποία εγκρίθηκε ο Κανονισμός Λειτουργίας των Ε.Μ.Α.Κ. Στον Κανονισμό αυτόν ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 1 «Σκοπός» Σκοπός του παρόντος Κανονισμού είναι ο καθορισμός και η ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων οργάνωσης και λειτουργίας των Ειδικών Μονάδων Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.) του Πυροσβεστικού Σώματος για τη μέγιστη αξιοποίηση των δυνατοτήτων των Μονάδων κατά τη διεξαγωγή του επιχειρησιακού έργου σύμφωνα με την αποστολή τους υπό συνθήκες μέγιστης ασφάλειας προσωπικού και μέσων. Άρθρο 2 «Εσωτερική Διάρθρωση» 1. Η Ε.Μ.ΑΚ. συγκροτείται από τα ακόλουθα Τμήματα: α) Το Τμήμα Διοίκησης και Υποστήριξης. β) Το Τμήμα Διαχείρισης Καταστροφών. 2. Το Τμήμα Διοίκησης και Υποστήριξης, διαρθρώνεται στα ακόλουθα Γραφεία: α) […] στ) Γραφείο Υγειονομικού […]. Άρθρο 11 «Καθήκοντα Προϊσταμένου Γραφείου Υγειονομικού» 1. Ως Προϊστάμενος του Γραφείου Υγειονομικού ορίζεται Υγειονομικός Αξιωματικός του Πυροσβεστικού Σώματος με ειδικότητα ιατρού γενικής ιατρικής και αφού προσληφθεί ή εξειδικευθεί από τους υπάρχοντες, Υγειονομικός Αξιωματικός – ιατρός με εξειδίκευση στην ιατρική των καταστροφών ή/και στην καταδυτική ιατρική, η Υγειονομική Υπηρεσία θα εκτελείται εφεξής από αυτόν, όπως ορίζεται στην ιατρική των καταστροφών ή στην καταδυτική ιατρική, όπως ορίζεται από τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας Π.Σ. 2. Ο Προϊστάμενος του Γραφείου Υγειονομικού εκτός από τα γενικά καθήκοντα, όπως αυτά καθορίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία και ειδικές περί του θέματος εγκυκλίους και διαταγές, έχει και τα ακόλουθα ειδικά καθήκοντα και υποχρεώσεις: α) […] δ) Παρακολουθεί τη νοσολογική κίνηση των υπαλλήλων, φροντίζει για τη πραγματοποίηση των αναγκαίων υγειονομικών εξετάσεων σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Υγειονομικού του Σώματος (Δ.Υ.Π.Σ.) καθώς και τον εμβολιασμό τους. ε) Τηρεί αρχείο περιοδικών και εκτάκτων υγειονομικών εξετάσεων του προσωπικού. […] Άρθρο 16 «Υγειονομική εξέταση υπηρετούντων στην Ε.Μ.Α.Κ.» 1. Το πυροσβεστικό προσωπικό που υπηρετεί στην Ε.Μ.Α.Κ. υποβάλλεται σε ετήσιες υγειονομικές εξετάσεις κατά τον μήνα Απρίλιο κάθε έτους,[…]. 2…2. 3. Η Δ.Υ.Π.Σ. συντάσσει πρακτικό αξιολόγησης των υγειονομικών εξετάσεων και εισηγείται για την παραμονή των υπαλλήλων στην Ε.Μ.Α.Κ. 4. Το προσωπικό των ειδικών ομάδων Ο.Υ.Δ. [Υποβρυχίων Διασώσεων] και Χ.Β.Ρ.Π. & Τ.Α. [Χημικών Βιολογικών Ραδιολογικών και Πυρηνικών Απειλών και Τεχνολογικών Ατυχημάτων] υποβάλλεται και στις υγειονομικές εξετάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 81 του παρόντος κανονισμού αντίστοιχα. […]».
8. Επειδή, στην προσβαλλόμενη πράξη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος αναφέρονται τα ακόλουθα: «1. Στο πλαίσιο της ανάγκης περιορισμού και αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας και της εξασφάλισης της αδιάλειπτης επιχειρησιακής λειτουργίας των Ειδικών Μονάδων Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.) – σύμφωνα και με τις (α) [απόφαση 1313/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17.12.2013 «περί μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ένωσης»] και (β) [2014/762/ΕΕ εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής της 16.10.2014 «για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής της απόφασης αριθ. 1313/2013/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου …»] σχετικές (ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ της Ε.Ε. και των κρατών μελών και διευκόλυνση του συντονισμού στον τομέα της πολιτικής προστασίας με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων πρόληψης, ετοιμότητας και αντιμετώπισης φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών, ανάπτυξης μονάδων επέμβασης για παροχή βοήθειας πολιτικής προστασίας από πόρους προερχόμενους από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ, συμβολής στην ενίσχυση των μέτρων πρόληψης και ετοιμότητας για κάθε είδους καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συνδρομής ανθρώπινων και υλικών πόρων που έχουν συσταθεί από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ για παρεμβάσεις πολιτικής προστασίας σε άλλες χώρες μέλη της ΕΕ), καθώς και της επιχειρησιακής επέμβασης στο σύνολο της Επικράτειας, κρίνεται απαραίτητος ο εμβολιασμός του συνόλου των ένστολων υπαλλήλων που υπηρετούν στις εν λόγω υπηρεσίες. 2. Επιπλέον, για την εύρυθμη λειτουργία των πιο πάνω υπηρεσιών, γνωστοποιείται ότι μετά την κοινοποίηση της παρούσας διαταγής, θα υπηρετούν σε αυτές υποχρεωτικά μόνο όσοι υπάλληλοι έχουν προβεί στο σχετικό εμβολιασμό. 3. Στους υπαλλήλους των ανωτέρω υπηρεσιών, που δεν έχουν προβεί ή προγραμματίσει εμβολιασμό, θα δοθεί χρονικό διάστημα για να προγραμματιστεί ο εμβολιασμός τους, εφόσον το επιθυμούν, μέχρι την 11.06.2021 και σε αντίθετη περίπτωση θα δρομολογηθεί η αντικατάστασή τους στις εν λόγω υπηρεσίες, από άλλους υπαλλήλους του Πυροσβεστικού Σώματος, που θα έχουν προβεί στον σχετικό αναγκαίο εμβολιασμό. 4. Οι ανωτέρω υπηρεσίες καλούνται να αποστείλουν αθροιστικό (όχι ονομαστικό) πίνακα με e-mail μέχρι τις 21.5.2021, των υπηρετούντων μόνιμων υπαλλήλων σε αυτές που: i) έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό, ii) έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία εμβολιασμού, iii) δεν έχουν προγραμματίσει να εμβολιαστούν…Η παρούσα να αναρτηθεί σύμφωνα με την Εγκύκλιο 54/ΑΠΣ».
9. Επειδή, με το ανωτέρω περιεχόμενο, η προσβαλλόμενη πράξη προς τον σκοπό της εξασφάλισης της αδιάλειπτης επιχειρησιακής λειτουργίας των ΕΜΑΚ, με το πρώτο σκέλος της (παράγραφοι 1 και 2) θέτει μία προσωρινή, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πρόσθετη προϋπόθεση (απαίτηση) για τη λειτουργία των ανωτέρω υπηρεσιών τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού covid-19 του πυροσβεστικού προσωπικού, συνεπαγόμενη από τη διαλαμβανόμενη σ’ αυτήν έναρξη ισχύος της και για όσο χρόνο διαρκεί η πανδημία, την άρνηση μετακίνησης στις ανωτέρω υπηρεσίες ή την απομάκρυνση από αυτές όσων υπαλλήλων δεν έχουν εμβολιαστεί, με το δε δεύτερο σκέλος της (παράγραφος 3) θέτει μία ρύθμιση μεταβατικού χαρακτήρα για τους ήδη υπηρετούντες στις ανωτέρω υπηρεσίες, καθορίζοντας απώτατη προθεσμία προγραμματισμού του εμβολιασμού τους, προκειμένου να μην απομακρυνθούν από τις υπηρεσίες αυτές. Ενόψει τούτων, με την προσβαλλόμενη πράξη εισάγεται, με κριτήριο τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού, άμεση διάκριση μεταξύ του ένστολου προσωπικού του πυροσβεστικού σώματος, η οποία έχει συνέπειες στην υπηρεσιακή του κατάσταση (άρνηση μετακίνησης/ απομάκρυνση από τις ΕΜΑΚ) και επηρεάζει τις αποδοχές του, εφόσον στους υπηρετούντες στις ΕΜΑΚ χορηγείται ειδικό μηνιαίο επίδομα [βλ. άρθρο 127 παρ. Στ΄ του ν. 4472/2017 (Α΄ 74) και άρθρο 6 της ΚΥΑ 8002/1/520-γ΄/15.3.2018 (Β΄ 1021) όπως ισχύει]. Συνεπώς, ως εκ του ρυθμιστικού της αντικειμένου η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το ως άνω μέρος της (παράγραφοι 1, 2 και 3), δεν έχει χαρακτήρα μέτρου εσωτερικής τάξης ή εσωτερικής ενέργειας της Διοίκησης στερούμενη εκτελεστού χαρακτήρα, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η Διοίκηση με το έγγραφο των απόψεων προς το Δικαστήριο (βλ. το 52571 Φ.Α.16569/6.9.2021 έγγραφο του Δικαστικού Τμήματος του Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος, Γ.Γ. Πολιτικής Προστασίας Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη), αλλά συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη κανονιστικού χαρακτήρα, η οποία παραδεκτώς προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
10. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 και 35 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 περ. θ΄ του ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 131) επιβάλλεται η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως όλων των κανονιστικού περιεχομένου πράξεων, για τις οποίες δεν προβλέπεται βάσει ειδικής διάταξης νόμου, δημοσίευση αυτών με άλλο πρόσφορο τρόπο που προσιδιάζει στον χαρακτήρα και το αντικείμενο της επιχειρούμενης ρύθμισης (ΣτΕ 1362/2021 Ολ., 2649/2017 Ολ., 87/2011 Ολ. 3675/2014, 943/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρεται στο 54849 Φ.Α.16569/15.9.2021 έγγραφο των συμπληρωματικών απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο, η προσβαλλόμενη πράξη δημοσιεύθηκε από το Τμήμα Υγείας και Ασφάλειας του Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος στις 18.5.2021 και ώρα 13:35 στον εσωτερικό ιστότοπο του Πυροσβεστικού Σώματος, που χρησιμοποιείται από όλες τις Υπηρεσίες του Σώματος και συνιστά τον τρόπο δημοσίευσης διαταγών, αποφάσεων και εγγράφων για όλα τα θέματα που αφορούν την Υπηρεσία, σύμφωνα με την Εγκύκλιο 54/ΑΠΣ για την ταχεία και κανονική διακίνηση της αλληλογραφίας καθόλη τη διάρκεια του 24ώρου. Συνεπώς, κατά τα αναφερόμενα στο ανωτέρω έγγραφο, εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη «αφορούσε το σύνολο των ΕΜΑΚ ανά την Επικράτεια και αναρτήθηκε σύμφωνα με την εν λόγω Εγκύκλιο κάθε υπάλληλος που υπηρετεί στις υπηρεσίες αυτές μπορούσε να λάβει γνώση αυτής, αφού αυτός είναι και ο συνήθης τρόπος δημοσίευσης, που χρησιμοποιείται από το Π.Σ». Όμως, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ δεν προβλέπεται από τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις που αφορούν το Πυροσβεστικό Σώμα άλλος ειδικότερος τρόπος δημοσίευσης της πράξης αυτής, η δε Εγκύκλιος 54/ΑΠΣ δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, δημοσιευθεί (βλ. το 57753 Φ.Α. 16569/29.9.2021 έγγραφο των συμπληρωματικών απόψεων της Διοίκησης), η προσβαλλόμενη πράξη, ως πράξη κανονιστικού χαρακτήρα η οποία δεν έχει τύχει νόμιμης δημοσίευσης, θα πρέπει για τον λόγο αυτόν, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, να ακυρωθεί. Το Δικαστήριο όμως κρίνει ότι πρέπει να προχωρήσει στην εξέταση των λόγων ακυρώσεως λόγω της σπουδαιότητας των τιθεμένων με αυτούς ζητημάτων, που αφορούν την αρμοδιότητα του οργάνου, που την εξέδωσε, την ύπαρξη ή μη νομίμου ερείσματος/νομοθετικής εξουσιοδότησης ή, τυχόν, την υπέρβασή της, καθώς και τη συνταγματικότητα των ρυθμίσεών της (πρβλ. ΣτΕ 2649/2017 Ολ., 3913/2015 Ολ., 776/2017, 2353/2016 κ.ά.).
11. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» (άρθρο 2 παρ. 1). «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (άρθρο 4 παρ. 1). «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» (άρθρο 5 παρ. 1). «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους …» (άρθρο 5 παρ. 2). «Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ’ αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως νόμος ορίζει» (άρθρο 5 παρ.4). «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων» (άρθρο 5 παρ. 5). «Στην απαγόρευση της παραγράφου 4 δεν περιλαμβάνεται η απαγόρευση της εξόδου με πράξη του εισαγγελέα, εξαιτίας ποινικής δίωξης, ούτε η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως νόμος ορίζει» (ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 5). “…οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται…» (άρθρο 7 παρ. 2). «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών…» (άρθρο 21 παρ. 3). «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας» (άρθρο 25 παρ. 1). «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (άρθρο 25 παρ. 4)”. Περαιτέρω, στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ορίζονται τα εξής: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημoσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων”. Εξάλλου, στη Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη Βιοϊατρική της 4ης Απριλίου 1997 του Συμβουλίου της Ευρώπης «Για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και ιατρικής…» (Σύμβαση του Οβιέδο), η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2619/1998 (Α΄ 132) ορίζεται στο άρθρο 1 ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα προστατεύουν την αξιοπρέπεια και την ταυτότητα κάθε ανθρωπίνου όντος και θα εγγυώνται το σεβασμό της ακεραιότητας και των λοιπών δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών κάθε ανθρωπίνου όντος, χωρίς διάκριση, σε σχέση με την εφαρμογή της Βιολογίας και της Ιατρικής. Έκαστο Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα αναγκαία μέτρα στην εσωτερική του νομοθεσία ώστε να τεθούν εν ισχύι οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης» και στο άρθρο 2 ότι: «Τα συμφέροντα και η ευημερία του ανθρωπίνου όντος θα υπερισχύουν έναντι μόνου του κοινωνικού συμφέροντος ή της επιστήμης». Περαιτέρω, στο άρθρο 5 της Σύμβασης αυτής ορίζεται ότι: «Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του. Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλέσει τη συναίνεσή του», στο δε άρθρο 26 της ίδιας Σύμβασης ορίζεται ότι: «Δεν τίθενται περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων και προστατευτικών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης πλην όσων ορίζονται διά νόμου και είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, την πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της δημόσιας υγείας ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. 2. Οι κατά την προηγούμενη παράγραφο περιορισμοί δύνανται να μην εφαρμόζονται ως προς τα άρθρα 11, 13, 14, 16, 17, 19, 20 και 21».
12. Επειδή, από τις παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του Συντάγματος προκύπτει ότι το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται τόσο ως ατομικό όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Ειδικότερα, ως ατομικό, το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την προστασία της ατομικής υγείας και σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου από προσβολές και διακινδυνεύσεις, καθώς και την ελευθερία του αυτοκαθορισμού του, ήτοι την ελευθερία του ατόμου να αποφασίζει το ίδιο για τα θέματα της υγείας του. Ως κοινωνικό, το δικαίωμα στην υγεία συνίσταται στην υποχρέωση του Κράτους προς παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και, γενικώς, στην υποχρέωσή του προς λήψη των αναγκαίων εκάστοτε θετικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας τους (ΣτΕ 2362/2019, 1847/2016 Ολομ. σκ. 8, 1187/2009 Ολομ. σκ. 5, 400/1986 Ολομ., Π.Ε. 229/2008 Ολομ.), έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία, υπό την έννοια της πρόληψης των νοσημάτων και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους, εξάλλου, παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από την Πολιτεία την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς της (ΣτΕ 400/1986 Ολομ., 622/2021). Επομένως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως είναι η κατάσταση πανδημίας λόγω της εμφάνισης νέου μολυσματικού ιού, που διακρίνεται για την υψηλή και ταχεία μεταδοτικότητά του και την πιθανότητα πρόκλησης σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει δημιουργώντας ακόμα και κίνδυνο για τη ζωή τους, το Κράτος οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσης της ασθένειας και, κατ’ επέκταση, τη μείωση της πίεσης των υπηρεσιών υγείας, οι δε πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν την πραγμάτωση της σχετικής υποχρέωσης του Κράτους. Τα μέτρα αυτά μπορεί μεν να συνιστούν ακόμα και σοβαρή επέμβαση στην απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως είναι η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, η ελευθερία κίνησης και η ιδιωτική του ζωή, πλην η επέμβαση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή τηρουμένης και της αρχής της αναλογικότητας, όταν τούτο επιβάλλεται από αποχρώντες λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Στα μέτρα αυτά εντάσσεται και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, ο οποίος διενεργείται με σκοπό τον περιορισμό της διάδοσης του ιού, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, και τη βαθμιαία εξάλειψή του, την προστασία και διατήρηση των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών υγείας για τη θεραπεία των ασθενών και την εξασφάλιση της λειτουργίας νευραλγικών υπηρεσιών από την αναταραχή λόγω των συνεπειών από την εξάπλωση της μόλυνσης, πάντοτε χάριν της προστασίας την υγείας και, εντεύθεν, της ζωής των πολιτών. Το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στο δικαίωμα του αυτοκαθορισμού, πλην η παρέμβαση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή, εφόσον: α) προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, η οποία λαμβάνει υπόψη τα κρατούντα σχετικώς έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα, προσδιορίζει την κατηγορία των προσώπων στους οποίους αφορά ο εμβολιασμός και τις συνέπειες σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους, β) επιβάλλεται χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις, είτε αφορά κατηγορία πολιτών ή τον γενικό πληθυσμό, γ) παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης, στις περιπτώσεις όπου ο εμβολιασμός αντενδείκνυται (πρβλ. όσον αφορά τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, ΣτΕ 2387/2020 7μ., σκ. 13, ΕΔΔΑ απόφαση της 15.3.2012 Solomakhin κ. Ουκρανίας, σκ. 33-39, Conseil Constitutionnel απόφαση 2015-458 QPC της 20.3.2015, σκ. 9-10, Conseil d’ État απόφαση Νο 419242 της 6.5.2019, σκ.12) και δ) το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού λαμβάνεται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα και επανεξετάζεται περιοδικώς από τα αρμόδια κρατικά όργανα υπό το φως των επίκαιρων επιδημιολογικών δεδομένων και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών. Η ως άνω παρέμβαση εφ’ όσον δεν θίγει τον πυρήνα του θεμελιώδους δικαιώματος του αυτοκαθορισμού και κρίνεται, σύμφωνα με τις κρατούσες επιστημονικές παραδοχές, κατάλληλη, αναγκαία και εν στενή εννοία ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό κατόπιν στάθμισης του κόστους και του οφέλους, είναι σύμφωνη με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Κατά τον καθορισμό των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, κατά τη λήψη των οποίων σταθμίζονται ιατρικής φύσεως δεδομένα, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας και των λαμβανομένων μέτρων στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, ο νομοθέτης (κοινός και κανονιστικός) διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς την καταλληλότητα και την αναγκαιότητά τους, που, κατά τα ανωτέρω, οφείλει να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και, συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1210/2010 Ολομ. σκ. 24, 208/2020 Ολομ. σκ. 13, 3013/2014 Ολομ. σκ. 23· πρβλ. Conseil Constitutionnel απόφαση 2015-458 QPC της 20-3-2015, σκ. 10). Τέλος, δοθέντος ότι τα κατοχυρούμενα στο Σύνταγμα και στις διεθνείς συνθήκες ατομικά δικαιώματα πραγματώνονται στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου, εντός της οργανωμένης πολιτείας, ανακύπτει από το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος η υποχρέωση του ατόμου, επιδεικνύοντας την επιτασσόμενη από την διάταξη αυτή κοινωνική αλληλεγγύη, να ανέχεται, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του, καθώς και να μεριμνά για τη διατήρηση της ατομικής του υγείας με σκοπό να μην μεταδώσει την ασθένεια σε άλλους, έτσι ώστε να γίνεται σεβαστό το ατομικό δικαίωμα των υπολοίπων στην διατήρηση της υγείας τους, αλλά και να μην επιβαρύνεται το σύστημα υγείας, η μέριμνα για τη διατήρηση του οποίου στο αναγκαίο, ανάλογα με τον πληθυσμό, μέγεθος και για την απρόσκοπτη λειτουργία του αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους. Εξάλλου, σε περίπτωση τυχόν εμφάνισης σοβαρής βλάβης της υγείας προσώπου συνεπεία πραγματοποίησης του εμβολιασμού ανακύπτει εκ του άρθρου 4 παρ. 5 σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος ευθύνη του Κράτους προς αποζημίωση του παθόντος (πρβλ. ΣτΕ 1501/2014 Ολομ.). Τούτο, διότι στις περιπτώσεις αυτές η προκαλούμενη από τον εμβολιασμό βλάβη υπερβαίνει για τον παθόντα το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης, το οποίο δικαιούται να αξιώνει το Κράτος χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (πρβλ. ΣτΕ 622/2021).
13. Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2619/1998, και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, η αρχή του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου αποτελεί θεμελιώδη αρχή, η οποία διέπει το δίκαιο (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 29.4.2002, υποθ. 2346/02), άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος) και το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Ειδικότερη έκφανση της ως άνω αρχής αποτελεί, στο πεδίο της ιατρικής φροντίδας, η παροχή συναίνεσης του ασθενούς πριν από την πραγματοποίηση ιατρικών πράξεων, η οποία προϋποθέτει την προηγούμενη ενημέρωση του ενδιαφερομένου. Ωστόσο, το δικαίωμα σε προηγούμενη ενημέρωση και στην παροχή συναίνεσης δεν είναι απόλυτο, αλλά υποχωρεί όταν επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνιστάμενους, μεταξύ άλλων, στην προστασία της δημόσιας υγείας, εφ’ όσον τούτο προβλέπεται από τον νόμο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (βλ. ιδίως άρθρο 26 της Σύμβασης του Οβιέδο, που στοιχεί προς τους περιορισμούς που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. βλ. επίσης τις σχετικές διευκρινίσεις της επεξηγηματικής έκθεσης [rapport explicatif] που συνοδεύει τη σύμβαση https://rm.coe.int/16800cce7e· πρβλ. Σ.τ.Ε. 2387/2020 επταμ.).
14. Επειδή, ο ν. 4675/2020 «Πρόληψη, προστασία και προαγωγή της υγείας – ανάπτυξη των υπηρεσιών δημόσιας υγείας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 54/11.3.2020) ορίζει στο άρθρο 4 τα εξής: «1. Η Πολιτεία έχει την υποχρέωση ανάληψης δράσεων πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς πρόληψης. Η πρωτογενής πρόληψη περιλαμβάνει τις παρεμβάσεις και τις ενέργειες που στοχεύουν στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης νοσημάτων, αναπηριών ή βλαβών και πραγματοποιούνται πριν από την εμφάνιση αυτών. Ως τέτοιες δράσεις και ενέργειες ενδεικτικά αναφέρονται η προγεννητική αγωγή, οι εμβολιασμοί, […] 2. Θεσπίζεται το Εθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης με την ονομασία «…”, το οποίο εντάσσεται στο πενταετές Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη Δημόσια Υγεία. Το Εθνικό Πρόγραμμα «…» αποτελείται από δράσεις δημόσιας υγείας στα πεδία της πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς πρόληψης, που υλοποιούνται με ευθύνη του Υπουργείου Υγείας, παρέχονται δωρεάν από τους οριζόμενους στο πρόγραμμα δημόσιους ασφαλιστικούς φορείς και υλοποιούνται με σύμπραξη των καθοριζόμενων στα επιμέρους προγράμματα της παραγράφου 3 του παρόντος εποπτευόμενων οργανικών μονάδων και φορέων υπηρεσιών δημόσιας υγείας, συμπεριλαμβανομένων και νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. 3. Το Εθνικό Πρόγραμμα «…» αποτελείται από τα ακόλουθα επιμέρους προγράμματα δημόσιας υγείας προς όφελος της υγείας των πολιτών: Α) Σε επίπεδο πρωτογενούς πρόληψης τα προγράμματα αυτά είναι: i) … iii) Το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών (ΕΠΕΜΒ), το οποίο απευθύνεται σε ειδικές και ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, παιδιά, ανηλίκους και ενηλίκους, μετακινούμενους πληθυσμούς και πληθυσμούς που βρίσκονται σε κίνδυνο, και περιλαμβάνει τα προγράμματα εμβολιασμών όλων των ανωτέρω. α) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας προσδιορίζεται η κάθε επιμέρους αναλαμβανόμενη δράση διεύρυνσης ή επικαιροποίησης του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών υπέρ της υγείας των πολιτών με την καθιέρωση των ενδεδειγμένων επιστημονικά εμβολίων, όπως εξειδικεύονται ανά νόσημα, ηλικία και φύλο, ορίζονται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις συμμετοχής των πολιτών στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, ο τρόπος εγγραφής και η διαδικασία συμμετοχής τους, υποδεικνύονται οι φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας, που συμπράττουν στην υλοποίηση της συγκεκριμένης δράσης και ορίζεται η διαδικασία επικαιροποίησης του προγράμματος, ανά τακτά χρονικά διαστήματα. β) Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. …». Ακολούθως, εκδόθηκε ο ν. 4764/2020 «Ρυθμίσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας από τις συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, την ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς, την επιτάχυνση της απονομής των συντάξεων, τη ρύθμιση οφειλών προς τους Oργανισμούς Τοπικής Aυτοδιοίκησης και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (A΄ 256/23.12.2020), στις διατάξεις του οποίου ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 51 1. Για το χρονικό διάστημα μέχρι την 30η.6.2021 και προς τον σκοπό του περιορισμού της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19, εμβόλια για τα οποία η Ελλάδα συμμετέχει στον κοινό μηχανισμό προμηθειών εμβολίων κατά του κορωνοϊού COVID-19 της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τη χορήγηση Άδειας κυκλοφορίας τους από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ), σύμφωνα με τη διαδικασία του Κανονισμού ΕΚ 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης Άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, δύνανται να κυκλοφορούν στην Ελλάδα και να διατίθενται αποκλειστικά και μόνο με επιμέλεια των αρχών του άρθρου 54 προς τον σκοπό του εμβολιασμού των πολιτών, κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης διάταξης. 2. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ), εξειδικεύονται οι όροι και οι προϋποθέσεις ασφαλούς κυκλοφορίας των εμβολίων κατά του κορωνοϊού COVID-19 στην Ελλάδα, με επιμέλεια και υπό τον συντονισμό των αρχών του άρθρου 54 και η διαδικασία και οι προϋποθέσεις διάθεσής τους στα εμβολιαστικά κέντρα προς κάλυψη των αναγκών εμβολιασμού των πολιτών. Άρθρο 52 1. Από τη δημοσίευση του παρόντος τίθεται σε ισχύ Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού COVID-19. Τα εμβόλια που εντάσσονται στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού COVID-19 πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να έχουν λάβει προηγούμενη Άδεια ή έγκριση κυκλοφορίας από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων και β) να υπάρχει θετική εισήγηση ένταξής τους στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού COVID-19 από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Ποιότητας Ζωής του Υπουργείου Υγείας. 2. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών ορίζονται τα κριτήρια προτεραιοποίησης των πολιτών που προσέρχονται προς εμβολιασμό και ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εμβολιαστική διαδικασία. 3. […] 4. Στους πολίτες που προσέρχονται σε εμβολιαστικό κέντρο χορηγείται ιατρική εντολή από τον επιβλέποντα ιατρό, που υπογράφεται και από τον εμβολιαζόμενο, αφού προηγουμένως ληφθεί σύντομο ιατρικό ιστορικό για τη διενέργεια του εμβολιασμού, και εκδίδεται εντός της ίδιας ημέρας συνταγή στο σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. […] Άρθρο 54 1. Ο συντονισμός, ο έλεγχος της εφοδιαστικής αλυσίδας και η διαχείριση των εμβολίων κατά του κορωνοϊού COVID-19, κατά την αποθήκευση, τη μεταφορά και την παράδοση των εμβολίων στα εμβολιαστικά κέντρα, συνιστά αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και ειδικότερα των Γενικών Επιτελείων των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. […] 2. Για την υλοποίηση του σκοπού της παρ. 1 συστήνεται στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης Σύστημα Διαχείρισης Εφοδιαστικής Αλυσίδας Εμβολίων κατά του κορωνοϊού COVID-19. Το Σύστημα δύναται να διαλειτουργεί με τα συστήματα διαχείρισης φαρμακευτικών αποθηκών και ιδιωτικών εταιρειών μεταφορών φαρμάκων και να ανταλλάσσει στοιχεία σχετικά με τη διακίνηση και αποθήκευση των εμβολίων κατά του κορωνοϊού COVID-19 στα σημεία αποθήκευσης και στα εμβολιαστικά κέντρα. […] Άρθρο 55 1. Συστήνεται και λειτουργεί στην εταιρεία με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΗΔΙΚΑ Α.Ε.) Εθνικό Μητρώο Εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού COVID-19, το οποίο αποτελεί υποΜητρώο του Εθνικού Μητρώου Εμβολιασμών, με αντικείμενο την ακριβή καταγραφή των εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού COVID-19. Οι εμβολιασμοί διενεργούνται σε κάθε πρόσωπο που ανήκει στον γενικό πληθυσμό της χώρας βάσει κριτηρίων που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας μετά από γνωμοδότηση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, προς τον σκοπό της προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας, της διαμόρφωσης πολιτικών υγείας με στόχο τη βελτίωση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού και των δεικτών έγκαιρου εμβολιασμού του πληθυσμού, την καταπολέμηση της νόσου και τη φαρμακοεπαγρύπνηση. […] Άρθρο 56 1. Δημιουργείται Σύστημα Προτεραιοποίησης Εμβολιαζομένων κατά του κορωνοϊού COVID-19, το οποίο σχεδιάζεται και λειτουργεί υπό την ευθύνη και εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (ΓΓΠΣΔΔ), το οποίο τηρείται στο Κυβερνητικό Νέφος (GCloud) της ΓΓΠΣΔΔ του άρθρου 85 του ν. 4727/2020 (Α΄ 184). Το ανωτέρω Σύστημα έχει ως σκοπό, αφενός την υλοποίηση της σειράς προτεραιότητας των πολιτών στη διαδικασία του εμβολιασμού, όπως αυτή έχει καθορισθεί σύμφωνα με απόφαση του Υπουργού Υγείας μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών βάσει επιδημιολογικών και δημογραφικών δεδομένων, καθώς και δεδομένων που σχετίζονται με το είδος απασχόλησης, και αφετέρου τον προγραμματισμό, ως προς τον τόπο και χρόνο των προτεινόμενων συνεδριών εμβολιασμού. 2. […] Άρθρο 57 1. Δημιουργείται Σύστημα προγραμματισμού συνεδριών εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού COVID- 19, το οποίο σχεδιάζεται και λειτουργεί υπό την ευθύνη και εποπτεία της ΗΔΙΚΑ Α.Ε. με σκοπό τον προκαθορισμό της ημερομηνίας εμβολιασμού των προσώπων που έχουν εγγραφεί στο Σύστημα Προτεραιοποίησης Εμβολιαζομένων κατά του κορωνοϊού COVID-19 σύμφωνα με το άρθρο 56. […] 2. Δημιουργείται ηλεκτρονική Πλατφόρμα Διαχείρισης Συνεδριών Εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού COVID-19, που λειτουργεί μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης Δημόσιας Διοίκησης …με σκοπό την οριστικοποίηση του προγραμματισμού των εμβολιασμών. Μέσω της εν λόγω ψηφιακής υπηρεσίας τα φυσικά πρόσωπα, που πληρούν τα κριτήρια της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, δύνανται να επιβεβαιώνουν τη διαθεσιμότητά τους ως προς την προγραμματισμένη ημερομηνία εμβολιασμού ή να επιλέγουν, σε περίπτωση έλλειψης διαθεσιμότητας εκ μέρους τους, διαφορετική διαθέσιμη στο σύστημα ημερομηνία, καταχωρίζοντας τα στοιχεία επικοινωνίας τους και τον Α.Μ.Κ.Α. τους. Σε περίπτωση που τα πρόσωπα του δευτέρου εδαφίου δεν έχουν λάβει ενημέρωση για την προγραμματισμένη ημερομηνία εμβολιασμού τους, δύνανται να υποβάλουν αίτηση για τον ορισμό ημερομηνίας εμβολιασμού σε ειδική εφαρμογή εντός της Πλατφόρμας, η οποία εξετάζεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου Υγείας, και ενημερώνει τον αιτούντα ως προς την αποδοχή ή μη της αίτησης με μέσα ΤΠΕ. […].». Η παραγωγική λειτουργία του Συστήματος και της Πλατφόρμας Διαχείρισης Συνεδριών Εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού COVID-19 εκκίνησε με την έναρξη ισχύος της 5230/23.12.2020 απόφασης του Υπουργού Επικρατείας για τη «ρύθμιση τεχνικών και οργανωτικών ζητημάτων για τη λειτουργία του Συστήματος και της Πλατφόρμας Διαχείρισης Συνεδριών Εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού COVID-19, της διαδικασίας επιβεβαίωσης της προγραμματισμένης συνεδρίας, των απαιτούμενων διασυνδέσεων του Συστήματος και της Πλατφόρμας με άλλα πληροφοριακά συστήματα, της διαδικασίας αυθεντικοποίησης, καθώς και κάθε αναγκαίας τεχνικής ή άλλης λεπτομέρειας» (Β΄ 5723/23.12.2020).
15. Επειδή, κατ’ επίκληση της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως των άρθρου 95 και 152 παρ. 4 σημείο β (ήδη άρθρο 168 της ΣΛΕΕ) εκδόθηκε ο Κανονισμός (ΕΚ) 762/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 «ενωσιακές διαδικασίες χορήγησης Άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων» (L 136), ο οποίος στο άρθρο 14 α ορίζει τα εξής: «1. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, για την κάλυψη ανικανοποίητων ιατρικών αναγκών των ασθενών, η Άδεια κυκλοφορίας για φάρμακα που προορίζονται για τη θεραπεία, την πρόληψη ή την ιατρική διάγνωση νόσων που προκαλούν σοβαρή αναπηρία ή που απειλούν σοβαρά τη ζωή τους, μπορεί να χορηγηθεί πριν από την υποβολή εκτενών κλινικών δεδομένων υπό τον όρο ότι το όφελος από την άμεση διαθεσιμότητα στην αγορά του εν λόγω φαρμάκου υπερτερεί του κινδύνου που ενέχει το γεγονός ότι εξακολουθούν να απαιτούνται συμπληρωματικά δεδομένα. Σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, μπορεί να χορηγηθεί Άδεια κυκλοφορίας για τα εν λόγω φάρμακα ακόμη και όταν δεν έχουν υποβληθεί εκτενή προκλινικά ή φαρμακευτικά δεδομένα. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “ανικανοποίητη ιατρική ανάγκη” νοείται πάθηση για την οποία δεν υφίσταται ικανοποιητική μέθοδος διάγνωσης, πρόληψης ή θεραπείας εγκεκριμένη στην Ένωση ή, ακόμη και αν υφίσταται τέτοια μέθοδος, σε σχέση με αυτήν το εν λόγω φάρμακο θα επιφέρει σημαντικό όφελος για τους πάσχοντες. 3. Άδειες κυκλοφορίας μπορεί να χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου μόνον εάν η σχέση κινδύνου-οφέλους του φαρμάκου είναι ευνοϊκή και ο αιτών είναι πιθανό να μπορεί να παράσχει εκτενή δεδομένα. 4. Οι άδειες κυκλοφορίας που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου εξαρτώνται από την ανάληψη ορισμένων ειδικών υποχρεώσεων. Οι εν λόγω ειδικές υποχρεώσεις και, κατά περίπτωση, η προθεσμία για συμμόρφωση προσδιορίζονται στους όρους της Άδειας κυκλοφορίας. Οι εν λόγω ειδικές υποχρεώσεις επανεξετάζονται ετησίως από τον Οργανισμό. 5. Ως μέρος των ειδικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ο κάτοχος Άδειας κυκλοφορίας που χορηγήθηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου υποχρεούται να ολοκληρώσει μελέτες ή να διενεργήσει νέες μελέτες με σκοπό να επιβεβαιωθεί ότι η σχέση κινδύνου-οφέλους είναι ευνοϊκή. 6. Η περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος και το φύλλο οδηγιών αναφέρουν σαφώς ότι η Άδεια κυκλοφορίας για το φάρμακο έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τις ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4. 7. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 14 παράγραφος 1, η Άδεια κυκλοφορίας που χορηγείται δυνάμει του παρόντος άρθρου ισχύει επί ένα έτος, μπορεί δε να ανανεώνεται. 8. Όταν εκπληρωθούν οι ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή μπορεί, μετά από αίτηση του κατόχου της Άδειας κυκλοφορίας, και αφού εξασφαλίσει την ευνοϊκή γνώμη του Οργανισμού, να χορηγήσει Άδεια κυκλοφορίας ισχύουσα για πέντε έτη και ανανεώσιμη σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφοι 2 και 3. 9. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 87β για τη συμπλήρωση του παρόντα κανονισμού όσον αφορά: α) τον προσδιορισμό των κατηγοριών των φαρμάκων που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και β) τον προσδιορισμό των διαδικασιών και των απαιτήσεων για τη χορήγηση Άδειας κυκλοφορίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο και για την ανανέωσή της”. Περαιτέρω, στον Kανονισμό (ΕΚ) 507/2006 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 29ης Μαρτίου 2006 περιλαμβάνονται κανόνες «για την Άδεια κυκλοφορίας υπό αίρεση φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Kανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου» (L 92) και, ειδικότερα, για τη χορήγηση Άδειας κυκλοφορίας που υπόκειται σε ειδικές υποχρεώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 7 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 (άρθρο 1) [και ήδη άρθρο 14 α, το οποίο εκτίθεται ανωτέρω, άρχισε δε να εφαρμόζεται από 28.1.2019, μετά τη διαγραφή της παρ. 7 του άρθρου 14 με το άρθρο 1 σημείο 13 στοιχείο β του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/5]. Ειδικότερα, ο Κανονισμός αυτός ορίζει, μεταξύ άλλων τα εξής: «Άρθρο 3 (Αιτήματα ή προτάσεις) «1. Το αίτημα Άδειας κυκλοφορίας υπό αίρεση μπορεί να υποβληθεί από τον αιτούντα με αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004. Το αίτημα συνοδεύεται από λεπτομερή στοιχεία που καταδεικνύουν την υπαγωγή του προϊόντος στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και την ικανοποίηση των απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1. Ο Οργανισμός ενημερώνει άμεσα την Επιτροπή για τις αιτήσεις που περιέχουν αίτημα Άδειας κυκλοφορίας υπό αίρεση. 2. Η επιτροπή φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση, στη συνέχεια “η επιτροπή”, μπορεί να προτείνει, στη γνώμη της σχετικά με αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004, τη χορήγηση Άδειας κυκλοφορίας υπό αίρεση, αφού διαβουλευτεί με τον αιτούντα”, Άρθρο 4 (Απαιτήσεις) «1. Άδεια κυκλοφορίας υπό αίρεση μπορεί να χορηγηθεί όταν η επιτροπή διαπιστώνει ότι, ενώ δεν έχουν υποβληθεί εκτενή κλινικά στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, πληρούνται όλες οι ακόλουθες απαιτήσεις: α) η σχέση κινδύνου-οφέλους του φαρμάκου, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 28α της οδηγίας 2001/83/ΕΚ67, είναι θετική· β) αναμένεται ότι ο αιτών θα είναι σε θέση να υποβάλει τα εκτενή κλινικά στοιχεία· γ) καλύπτονται ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες· δ) το όφελος για τη δημόσια υγεία από την άμεση διαθεσιμότητα στην αγορά του εν λόγω φαρμάκου είναι μεγαλύτερο από τον κίνδυνο που εμπεριέχει το γεγονός ότι απαιτούνται ακόμη συμπληρωματικά στοιχεία. Σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, μπορεί να χορηγηθεί Άδεια κυκλοφορίας υπό αίρεση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των στοιχείων α) έως δ) της παρούσας παραγράφου, και όταν δεν έχουν υποβληθεί εκτενή προκλινικά ή φαρμακευτικά στοιχεία. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), ως “ανικανοποίητη ιατρική ανάγκη” νοείται μια κατάσταση κατά την οποία δεν υφίσταται ικανοποιητική μέθοδος διάγνωσης, πρόληψης ή θεραπείας εγκεκριμένη στην Κοινότητα ή, ακόμη και αν υφίσταται τέτοια μέθοδος, σε σχέση με αυτήν το εν λόγω φάρμακο θα επιφέρει σημαντικό όφελος για τους πάσχοντες», Άρθρο 5 (Ειδικές υποχρεώσεις) «1. Μέσω ειδικών υποχρεώσεων, ο κάτοχος Άδειας κυκλοφορίας υπό αίρεση υποχρεούται να ολοκληρώσει μελέτες ή να διενεργήσει νέες μελέτες με σκοπό να επιβεβαιωθεί ότι η σχέση κινδύνου-οφέλους είναι θετική και να παρασχεθούν τα συμπληρωματικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1. Επίσης, ειδικές υποχρεώσεις μπορεί να επιβληθούν σε σχέση με τη συλλογή στοιχείων φαρμακοεπαγρύπνησης. 2. Οι ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και το χρονικό πλαίσιο για την εκπλήρωσή τους καθορίζονται σαφώς στην Άδεια κυκλοφορίας υπό αίρεση. 3. Ο Οργανισμός δημοσιοποιεί τις ειδικές υποχρεώσεις και το χρονικό πλαίσιο για την εκπλήρωσή τους», Άρθρο 6 (Ανανέωση) «1. Με τη συμπλήρωση ενός έτους ισχύος, η Άδεια κυκλοφορίας υπό αίρεση μπορεί να ανανεώνεται ετησίως. 2. Η αίτηση ανανέωσης υποβάλλεται στον Οργανισμό το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της μαζί με την ενδιάμεση έκθεση σχετικά με την εκπλήρωση των ειδικών υποχρεώσεων στις οποίες υπόκειται. 3. …», Άρθρο 7 (Άδεια κυκλοφορίας που δεν υπόκειται σε ειδικές υποχρεώσεις) «Όταν έχουν εκπληρωθεί οι ειδικές υποχρεώσεις που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1, η επιτροπή μπορεί ανά πάσα χρονική στιγμή να εκδώσει γνώμη υπέρ της χορήγησης Άδειας σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004”, Άρθρο 8 (Πληροφορίες για το προϊόν) «Όταν ένα φάρμακο έχει εγκριθεί υπό αίρεση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη σύνοψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος και το φύλλο οδηγιών ενός φαρμάκου που έχει εγκριθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό περιέχει σαφή αναφορά του γεγονότος αυτού. Η σύνοψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος περιλαμβάνει επίσης την ημερομηνία στην οποία πρέπει να ανανεωθεί η Άδεια κυκλοφορίας υπό αίρεση». Με τις ανωτέρω διατάξεις του ενωσιακού δικαίου προβλέπεται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία μία ειδική διαδικασία «υπό αίρεση (όρους) κυκλοφορίας φαρμάκων», ως υποκατηγορία της συνήθους διαδικασίας, η οποία έχει σχεδιαστεί ειδικά για να επιτρέπει την έγκριση κυκλοφορίας όσο το δυνατόν συντομότερα, μόλις υπάρξουν επαρκή, αλλά όχι εκτενή κλινικά δεδομένα [τα οποία ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (European Medicines Agency-EMA) αξιολογεί μόλις αυτά συγκεντρωθούν, αντί να περιμένει να ολοκληρωθούν προηγουμένως όλες οι δοκιμές], διασφαλίζοντας συγχρόνως τις ευρωπαϊκές αρχές της ποιότητας, της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας. Αντιστάθμισμα της μεγαλύτερης πληρότητας των στοιχείων που υπάρχουν στη συνήθη διαδικασία αδειοδότησης, αποτελούν οι τέσσερις αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 507/2006 για τη χορήγηση «Άδειας κυκλοφορίας υπό αίρεση», που είναι οι εξής: α) η σχέση κινδύνου-οφέλους του φαρμάκου να είναι θετική, β) ο αιτών την Άδεια να είναι σε θέση να υποβάλλει συμπληρωματικά δεδομένα, γ) να καλύπτονται ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες και δ) το όφελος από την άμεση διαθεσιμότητα στην αγορά του φαρμάκου υπερτερεί του κινδύνου που ενέχει το γεγονός ότι απαιτούνται συμπληρωματικά δεδομένα. Η Άδεια κυκλοφορίας φαρμάκου υπό αίρεση, η οποία ισχύει για ένα έτος και μπορεί να ανανεώνεται ετησίως, τελεί υπό συγκεκριμένες εγγυήσεις και εξαρτάται από συγκεκριμένες υποχρεώσεις εκ μέρους του κατόχου της Άδειας, όπως η ολοκλήρωση μελετών ή η διεξαγωγή νέων, η συλλογή στοιχείων φαρμακοεπαγρύπνησης, μόλις δε εκπληρωθούν οι προβλεπόμενες υποχρεώσεις και παρασχεθούν τα ελλείποντα κλινικά δεδομένα, η υπό αίρεση Άδεια κυκλοφορίας μετατρέπεται σε οριστική άδεια. Εξάλλου, από την έκθεση του ΕΜΑ για τα πρώτα δέκα έτη εμπειρίας της διαδικασίας της υπό αίρεση κυκλοφορίας φαρμάκων (βλ. «Conditional marketing authorisation Report on ten years of experience at the European Medicines Agency» στον ιστότοπο του ΕΜΑ) προκύπτουν τα εξής: Κατά την περίοδο αναφοράς (2006 έως 30.6. 2016) είχαν χορηγηθεί συνολικά τριάντα (30) άδειες κυκλοφορίας φαρμάκων υπό αίρεση, από τις οποίες ένδεκα (11) μετατράπηκαν σε οριστικές άδειες κυκλοφορίας, δύο (2) αποσύρθηκαν για εμπορικούς λόγους, για τρεις (3) εκκρεμούσε η μετατροπή τους σε οριστικές, ενώ οι υπόλοιπες παρέμεναν ακόμη άδειες κυκλοφορίας υπό αίρεση. Καμία από τις εν λόγω άδειες κυκλοφορίας δεν ανακλήθηκε ούτε ανεστάλη. Από τις άδειες κυκλοφορίας, οι οποίες τελούσαν ακόμη υπό αίρεση καμία δεν είχε λάβει Άδεια για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) χρόνων. Οι δε άδειες, οι οποίες μετατράπηκαν σε οριστικές άδειες κυκλοφορίας, ήταν υπό αίρεση για χρονικό διάστημα το οποίο κυμαινόταν από έξι μήνες έως επτά (7) έτη (βλ. σελ. 2, 8 και 31).
16. Επειδή, σχετικά με το εξουσιοδοτικό έρεισμα της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, με την οποία προβλέπεται το μέτρο του εμβολιασμού των υπηρετούντων στις ΕΜΑΚ, στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Yπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Eξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Με την ανωτέρω διάταξη του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να μεταβιβάζει στην εκτελεστική εξουσία την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου, τίθεται δε ο κανόνας ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. H νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Κατ’ εξαίρεση, με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος επιτρέπεται να ορισθούν, ως φορείς της κατ’ εξουσιοδότηση ασκούμενης νομοθετικής αρμοδιότητας, και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον πρόκειται να ρυθμισθούν “ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό”. Ως ειδικότερα δε θέματα νοούνται εκείνα, τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση προς την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω νομοθετικής ρυθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση, προκειμένου να ρυθμίσει τα ειδικότερα θέματα (βλ. ΣτΕ 1831, 580/2021 Ολ., 2307/2018 Ολ., 1749/2016 Ολ. κ.ά.).
17. Επειδή, από τη συστηματική ερμηνεία των παρατεθεισών στη σκέψη 7 εξουσιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 79 παρ. 12, 79 παρ. 13 εδ. α και 80 παρ. 3 του ν. 4662/2020, οι οποίες αφορούν το Πυροσβεστικό Σώμα, συνάγεται ότι με τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 13 εδ. α παρέχεται εξουσιοδότηση στον Αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος να ρυθμίσει θέματα εσωτερικής διάρθρωσης και λειτουργίας, δύναμης προσωπικού, άσκησης καθηκόντων των λοιπών, πλην των κεντρικών, υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος, όπως των Ειδικών Περιφερειακών Υπηρεσιών, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ΕΜΑΚ. Η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 13 εδ. α του ν. 4662/2020 είναι ειδική και ορισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. α του Συντάγματος, διότι αφενός καθορίζεται το συγκεκριμένο θέμα, της λειτουργίας των ειδικών περιφερειακών υπηρεσιών των ΕΜΑΚ, το οποίο είναι δυνατόν να ρυθμίσει ο κανονιστικός νομοθέτης και αφετέρου από το νομοθετικό πλαίσιο, στο οποίο αυτή εντάσσεται παρέχονται οι γενικές κατευθύνσεις και αρχές για το περιεχόμενο των προς θέσπιση κανονιστικών ρυθμίσεων (πρβλ. ΣτΕ 1467/1995 Ολ.). Ειδικότερα, με την ανωτέρω διάταξη, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 79 παρ. 4, 161 παρ. 5. 117 και 118 παρ. 6 του αυτού νόμου, που προβλέπουν τη στελέχωση και μετακίνηση προς τις ως άνω ειδικές μονάδες προσωπικού εξειδικευμένων γνώσεων, φυσικών ικανοτήτων και συγκεκριμένων τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, μεταξύ των οποίων η σωματική ικανότητα και η καλή κατάσταση της υγείας του, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 151 παρ. 1 και 161 παρ. 3 του ίδιου ν. 4662/2020, που προβλέπουν την κατανομή και μετακίνηση του πυροσβεστικού προσωπικού με κριτήριο τις επιχειρησιακές ανάγκες, παρέχεται στον Αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος εξουσιοδότηση, στα πλαίσια της ευρείας ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης των αναγκών λειτουργίας και άσκησης καθηκόντων των ανωτέρω μονάδων, να ρυθμίσει το ειδικότερο, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος, θέμα των προϋποθέσεων εύρυθμης λειτουργίας που ήθελε κρίνει, ότι, λόγω της φύσεως και της αποστολής των υπηρεσιών αυτών και της ιδιαιτερότητας των ειδικών καθηκόντων, επιβάλλεται να πληροί προσωρινά κατά τη διάρκεια της πανδημίας το μετακινούμενο στις υπηρεσίες αυτές πυροσβεστικό προσωπικό. Τέτοια προϋπόθεση, διασφαλιστική της εύρυθμης και συνεχούς λειτουργίας των ανωτέρω υπηρεσιών σε περίοδο πανδημίας, η οποία συνάγεται σαφώς από τις ανωτέρω διατάξεις ότι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της ανωτέρω νομοθετικής εξουσιοδότησης (βλ. ΣτΕ 252/2008 Ολ. κ.ά.), είναι και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των υπηρετούντων στις ΕΜΑΚ, τον οποίο οφείλουν αυτοί να ανέχονται ως μέρος της υποχρέωσής τους να διατηρούν καλή την κατάσταση της υγείας τους για την επιτέλεση της ιδιαίτερης αποστολής τους, όταν η πιθανότητα εξάπλωσης μεταδοτικής νόσου μπορεί να υπονομεύσει σημαντικά την επιχειρησιακή ετοιμότητα και, εντεύθεν, την εύρυθμη λειτουργία των εν λόγω νευραλγικής σημασίας μονάδων (πρβλ. αποφάσεις του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της 24.6.1969, 1WDB 11.68, BVerwGE 33,339 και της 7.11.2019, BVerwG 2 WNB 8.20). Η ανωτέρω ρύθμιση δεν συνιστά θέσπιση προσόντων επιλογής ή στελέχωσης των επίμαχων μονάδων, προσωρινού μάλιστα χαρακτήρα, για τη ρύθμιση των οποίων εξάλλου, θα απαιτείτο νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Επιχείρημα υπέρ της ανωτέρω άποψης προκύπτει και από τον προεκτεθέντα Κανονισμό Λειτουργίας των ΕΜΑΚ (βλ. 9670 οικ. Φ.109.1/14.5.2007 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, Β΄ 842), που εκδόθηκε κατ’ επίκληση της προγενέστερης, εκτεθείσας στη σκέψη 7, εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 11 παρ. 2 του ν. 1481/1984, σύμφωνα με τον οποίο για την διατήρηση της καλής κατάστασης της υγείας του υπηρετούντος στις ΕΜΑΚ πυροσβεστικού προσωπικού προβλέπεται αρμοδιότητα του προϊσταμένου ιατρού του Γραφείου Υγειονομικού να παρακολουθεί τη νοσολογική κίνηση του προσωπικού, να φροντίζει για την πραγματοποίηση ετησίως υγειονομικών εξετάσεων καθώς και για τον εμβολιασμό τους· εμβολιασμός ο οποίος, κατά τα αναφερόμενα στο 54849 Φ.Α. 16559/15.9.2021 έγγραφο των συμπληρωματικών απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο, αφορά τον εμβολιασμό των πυροσβεστικών υπαλλήλων που θα επέμβουν σε συμβάντα στο εξωτερικό, σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) καθώς και του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών (Center for Disease Control and Prevention-CDC), αναφορικά με τον τόπο προορισμού τη δεδομένη χρονική στιγμή (π.χ. εμβολιασμός κατά κίτρινου πυρετού, ευλογιάς κ.λπ.), καθώς και τον εμβολιασμό των μελών διασωστικών ομάδων, για τα οποία ο CDC προτείνει να έχουν πραγματοποιηθεί συγκεκριμένα εμβόλια (π.χ. αντιτετανικό, ηπατίτιδας Β) και ο αρμόδιος ιατρός του Πυροσβεστικού Σώματος φροντίζει να τηρούν οι υπάλληλοι των ΕΜΑΚ. Κατόπιν των ανωτέρω, με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 13 εδ. α του ν. 4662/2020 ο Αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος εγκύρως, κατ’ αρχήν, θεσπίζει ως προσωρινή προϋπόθεση (απαίτηση) καλής κατάστασης της υγείας των υπηρετούντων στις ΕΜΑΚ τον υποχρεωτικό εμβολιασμό τους και κατά του κορωνοϊού covid 19. Η θέσπιση, όμως, μιας τέτοιας κανονιστικής ρύθμισης, η οποία συνιστά σοβαρή παρέμβαση στο δικαίωμα του αυτοκαθορισμού, για να μην υπερβαίνει τα όρια της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης πρέπει, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 12, να δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, να είναι αναγκαία και πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού αυτού, με βάση τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα ως προς την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού, ενώ οι συνέπειες από τη μη συμμόρφωση των υπηρετούντων στις υπηρεσίες αυτές να μην είναι δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η τήρηση από την Διοίκηση των προϋποθέσεων αυτών, υποκείμενη, κατά τα προεκτεθέντα, σε οριακό δικαστικό έλεγχο, μπορεί να προκύπτει είτε από την ίδια την προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη είτε από τα στοιχεία του φακέλου (πρβλ. ΣτΕ 2616/2019, 2334-7/2016, 170-1/2017 κ.ά.).
18. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της παγκόσμιας επιδημικής έξαρσης νέου κορωνοϊού (Sars-Cov-2) ο ΠΟΥ κήρυξε, στις 30.1.2020, κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία σε διεθνές επίπεδο, ενώ στις 11.3.2020 χαρακτήρισε την προκαλούμενη από τον ιό νόσο (Covid-19) ως πανδημία και παρότρυνε τις κυβερνήσεις όλων των χωρών να αναγάγουν τον έλεγχο της νόσου σε «κορυφαία προτεραιότητα». Παρόμοια έκκληση απηύθυνε και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Τον Μάρτιο του 2020, η Επιτροπή της ΕΕ ενέκρινε σειρά κατευθυντήριων γραμμών και ανακοινώσεων με σκοπό να υποστηρίξει τις προσπάθειες συντονισμού των κρατών μελών και να διαφυλάξει την ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης κατά την περίοδο της πανδημίας. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνεται και η ανακοίνωση της Επιτροπής της 30.3.2020 «Κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά τη διάρκεια της έξαρσης της νόσου COVID-19» (2020/C 102 Ι/03), στην οποία αναφέρεται ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν στους εργαζόμενους, μεταξύ άλλων, σε επαγγέλματα νευραλγικής σημασίας ιδίως στους απασχολούμενους στην παροχή υπηρεσιών προστασίας, όπως πυροσβέστες και προσωπικό πολιτικής προστασίας, να ασκούν τα νευραλγικής σημασίας επαγγέλματα τους χωρίς περιττά εμπόδια, να εισέρχονται στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής και να έχουν ανεμπόδιστη πρόσβαση στον τόπο εργασίας τους. Κομβικής σημασίας για την ανάσχεση της πανδημίας αποτελεί το εθνικό επιχειρησιακό σχέδιο εμβολιαστικής κάλυψης του γενικού πληθυσμού της χώρας με βάση το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού covid 19, το οποίο ισχύει, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 52 του ν. 4764/2020, από 24.12.2020 και περιλαμβάνει μόνον τα εμβόλια, τα οποία έχουν εγκριθεί από τον ΕΜΑ και για τα οποία υπάρχει θετική εισήγηση ένταξής τους στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού covid 19 από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Ποιότητας Ζωής του Υπουργείου Υγείας. Τα εμβόλια αυτά, τα οποία διατίθενται μέσω του ενιαίου μηχανισμού στήριξης έκτακτης ανάγκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν λάβει Άδεια κυκλοφορίας υπό αίρεση, σύμφωνα με εκτελεστικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [: εμβόλια Pfizer (C 447/24.12.2020), Moderna (C 6/8.1.2021) [ήδη Spikevax], AstraZeneca (C 32/29.1.2021) [ήδη Vaxzevria] και Johnson & Johnson [COVID-19 vaccine Janssen], ύστερα από γνώμη του EMA, με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις προεκτεθείσες διατάξεις των Κανονισμών 762/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 και 507/2006 της Επιτροπής της 29ης Μαρτίου 2006. Περαιτέρω, προκειμένου να επιτευχθεί ο εμβολιασμός του πληθυσμού προβλέφθηκε, δεδομένης και της σταδιακής προμήθειας των εμβολίων, ο καθορισμός, με απόφαση του Υπουργού Υγείας μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, σειράς προτεραιότητας κατά τον εμβολιασμό των πολιτών βάσει επιδημιολογικών και δημογραφικών δεδομένων, καθώς και δεδομένων που σχετίζονται με την απασχόληση. Απόλυτη, πάντως, προτεραιότητα επιφυλάχθηκε από το νομοθέτη (άρθρο 56 παρ. 5 περ. α΄-γ΄ του ν. 4764/2020) στο υγειονομικό και λοιπό προσωπικό των δομών υγείας, κοινωνικών υπηρεσιών και μονάδων φροντίδας και περίθαλψης ευπαθών ομάδων λόγω της κομβικής σημασίας της ομάδας αυτής στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, του αυξημένου κινδύνου νόσησης, αλλά και της ιδιαίτερης ευθύνης αποσόβησης κινδύνου βλάβης λόγω μετάδοσης της νόσου στους ασθενείς και λοιπά ευάλωτα άτομα που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους. Όσον αφορά τις λοιπές ομάδες, αυτές εντάσσονται στο πρόγραμμα σταδιακά, αναλόγως της διαθεσιμότητας των εμβολίων, με τη σειρά προτεραιότητας που καθορίζεται βάσει των οριζόμενων στον νόμο κριτηρίων και της γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών. Στις ομάδες προτεραιοποίησης δεν προβάλλεται ούτε προκύπτει από κάποιο στοιχείο του φακέλου ότι εντάχθηκε, με κριτήρια επαγγελματικά, γεωγραφικά ή άλλα, το προσωπικό των επίμαχων υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος. Η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε στις 18.5.2021, κατά τη διάρκεια του «τρίτου κύματος» της πανδημίας, καθ’ ο χρόνο είχε ήδη προγραμματισθεί, όπως είναι κοινώς γνωστό, με σχετικές ανακοινώσεις του Υπουργείου Υγείας, το άνοιγμα της πλατφόρμας του εμβολιαστικού προγραμματισμού με όλα τα εμβόλια για τις ηλικιακές ομάδες 30-39 για τα τέλη Μαΐου 2021, ενώ και για τους πολίτες ηλικίας 25-29 η πλατφόρμα άνοιξε στις 10.6.2021. Η προσβαλλόμενη πράξη, όπως έχει ήδη εκτεθεί, αναφέρει ότι την έκδοσή της επέβαλε η ανάγκη «περιορισμού και αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας και της εξασφάλισης της αδιάλειπτης επιχειρησιακής λειτουργίας των Ειδικών Μονάδων Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Μ.Α.Κ.) – σύμφωνα και με τις σχετικές: (α) [απόφαση 1313/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17.12.2013 «περί μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ένωσης”] και (β) [2014/762/ΕΕ εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής της 16.10.2014 «για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής της απόφασης αριθ. 1313/2013/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» (ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ της Ε.Ε. και των κρατών μελών και διευκόλυνση του συντονισμού στον τομέα της πολιτικής προστασίας με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων πρόληψης, ετοιμότητας και αντιμετώπισης φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών, ανάπτυξης μονάδων επέμβασης για παροχή βοήθειας πολιτικής προστασίας από πόρους προερχόμενους από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ, συμβολής στην ενίσχυση των μέτρων πρόληψης και ετοιμότητας για κάθε είδους καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συνδρομής ανθρώπινων και υλικών πόρων που έχουν συσταθεί από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ για παρεμβάσεις πολιτικής προστασίας σε άλλες χώρες μέλη της ΕΕ), καθώς και της επιχειρησιακής επέμβασης στο σύνολο της Επικράτειας». Επίσης, με το 52571 Φ.Α. 16569/6.9.2021 έγγραφο των απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο “…Υπογραμμίζεται… ότι στο πλαίσιο της αμοιβαίας συνδρομής και της ενωσιακής αλληλεγγύης οι επίλεκτοι υπηρετούντες στα ΕΜΑΚ δέον να είναι σε θέση να συνδράμουν οπουδήποτε και οποτεδήποτε χρειαστεί. Η όποια υποχρέωση να τεθούν σε καραντίνα, λόγω π.χ. της παράλειψης εμβολιασμού αυτών, θα υπέσκαπτε την αποτελεσματική λειτουργία των ΕΜΑΚ…”, ενώ με το 54849 Φ.Α.16569/15.9.2021 έγγραφο των συμπληρωματικών απόψεων υποστηρίζεται ότι η ανάγκη έκδοσης της προσβαλλόμενης «προκύπτει και από την ιδιαιτερότητα του εμβολίου κατά της [νόσου] covid-19, σε σχέση με άλλα εμβόλια, το οποίο απαιτεί την παρέλευση ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ώστε να προσφέρει την απαραίτητη προστασία (τόσο ως προς την προστασία από τη βαριά νόσο των υπαλλήλων, όσο και ως προς τη μετάδοση του ιικού φορτίου, η οποία περιορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στους εμβολιασμένους σε σχέση με τους ανεμβολίαστους, σύμφωνα με τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης)”. Περαιτέρω, η Διοίκηση προβάλλει ότι για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής «ελήφθησαν προσηκόντως υπ’ όψιν τα πορίσματα της ιατρικής κοινότητας, όπως είναι δημοσιευμένα από τον ΕΟΔΥ και άλλους επίσημους φορείς». Αναφορά γίνεται, επίσης, στην από 14.6.2021 σύσταση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής «για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού σε ορισμένες επαγγελματικές ομάδες στον χώρο της υγείας» και σε άλλα δημοσιευμένα άρθρα και μελέτες (εκτυπώσεις των οποίων προσκομίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου), σύμφωνα με τα οποία «οι επιστημονικές μελέτες για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εμβολίων αυτών έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος να αναπτύξει κάποιος σοβαρή νόσο covid-19 στα μη εμβολιαζόμενα άτομα είναι μεγαλύτερος από τις πιθανές παρενέργειες που παρουσιάζουν τα εγκεκριμένα εμβόλια κατά της covid-19. Αυτό σημαίνει ότι τα δεδομένα που αξιολογήθηκαν τεκμηριώνουν ότι τα πιθανά οφέλη για τη δημόσια υγεία υπερτερούν των τυχόν ανεπιθύμητων παρενεργειών, τόσο σε επίπεδο ατόμου όσο και επίπεδο γενικού πληθυσμού».
19. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα, η προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση, η οποία προσδιορίζει με σαφήνεια την κατηγορία των προσώπων στους οποίους αφορά ο εμβολιασμός, καθώς και τις συνέπειες σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους, βρίσκει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 13 εδ. α του ν. 4662/2020, η μη αναγραφή της οποίας στο προοίμιο δεν επηρεάζει το κύρος της Πράξης. Δικαιολογείται από λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος αναγόμενους στην ανάγκη διασφάλισης, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, της αδιάλειπτης και ακώλυτης λειτουργίας των ειδικών μονάδων του Πυροσβεστικού Σώματος, που είναι επιφορτισμένες με την αντιμετώπιση καταστροφών (ΕΜΑΚ), τόσο εντός της Επικράτειας όσο και εκτός αυτής στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας, με στόχο την προστασία της ζωής, της υγείας και της περιουσίας των πολιτών καθώς και του περιβάλλοντος. Η λειτουργία των μονάδων αυτών, μάλιστα, δεν αρκεί να είναι μόνο συνεχής, αλλά πρέπει, ενόψει του ειδικού και κρίσιμου χαρακτήρα των εν λόγω υπηρεσιών για την αντιμετώπιση καταστροφών, να στηρίζεται στην πλήρη διαθεσιμότητα του υπηρετούντος προσωπικού τους, η οποία είναι δυνατόν να διαταραχθεί σημαντικά σε περίπτωση που τα μέλη τους προσβληθούν και νοσήσουν από τη μεταδοτική νόσο του κορωνοϊού covid-19. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη, καθ’ ό μέρος δεν περιέχει ρυθμίσεις για τον καθορισμό συγκεκριμένου εμβολίου, τη διαδικασία διενέργειας του εμβολιασμού ή εξαίρεσης από αυτόν και για λοιπά ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο άλλων νομοθετικών διατάξεων ενσωματώνει ως προς ζητήματα αυτά τις διατάξεις αυτές, ειδικότερα δε τις ισχύουσες ρυθμίσεις του ν. 4764/2020 με τις οποίες τέθηκε σε ισχύ το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού covid 19 με τα εμβόλια, για τα οποία υπάρχει θετική εισήγηση ένταξής τους στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού covid 19 από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Ποιότητας Ζωής του Υπουργείου Υγείας ύστερα από την προηγούμενη έγκρισή τους από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, υιοθετώντας τα πορίσματα των οργανισμών αυτών για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Επίσης, κατά τα προαναφερθέντα, για την αναλογικότητα της ρύθμισης ελήφθησαν υπόψη τα κρατούντα κατά τον κρίσιμο χρόνο (και μη ανατραπέντα) πορίσματα της ιατρικής κοινότητας, όπως είναι δημοσιευμένα από τον ΕΟΔΥ και άλλους επίσημους φορείς, με βάση τα οποία τεκμηριώνεται ότι ο εμβολιασμός μειώνει τη μεταδοτικότητα και τη σοβαρότητα της νόσησης και ότι τα πιθανά οφέλη για τη δημόσια υγεία από τον εμβολιασμό υπερτερούν των τυχόν ανεπιθύμητων παρενεργειών, τόσο σε επίπεδο ατόμου όσο και σε επίπεδο γενικού πληθυσμού. Ενόψει τούτων, η προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση δεν είναι προδήλως απρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, ενώ εξάλλου η ρύθμιση αυτή, εφόσον δεν εξαναγκάζει τους αιτούντες να εμβολιαστούν, διότι αυτοί διατηρούν την επιλογή να μην το πράξουν παραμένοντας στην ενεργό υπηρεσία του Πυροσβεστικού Σώματος, δεν πλήττει, σε καμία περίπτωση, τον πυρήνα του σχετικού ατομικού δικαιώματος. Οι δε έννομες συνέπειες της επιλογής τους να μην εμβολιαστούν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ήτοι η απομάκρυνση τους από τις ΕΜΑΚ και η στέρηση του συνδεόμενου με την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων ειδικού επιδόματος (ύψους 141,92 ευρώ), που καταβάλλεται σε αυτούς, δεν είναι, σε καμία περίπτωση, προδήλως δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Τέλος, είναι αυτονόητο ότι η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση οφείλει, λόγω της προσωρινότητας του μέτρου, να επαναξιολογεί τη ρύθμιση, υπό το φως των διαρκώς εξελισσόμενων επιστημονικών παραδοχών και την πορεία της πανδημίας, δεν κωλύεται δε και να άρει αυτήν με νεότερη πράξη.
20. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί αρμοδίως από τον Αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος και κείται εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 79 παρ. 13 εδ. α του ν. 4662/2020, όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλουν οι αιτούντες είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι η προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού σε βάρος τους θα έπρεπε να εκδοθεί από τον Υπουργό Υγείας ή μετά από προηγούμενη γνώμη της ΕΕΔΥ και απόφαση του Υπουργού Υγείας, όπως απαιτεί η ανωτέρω εκτεθείσα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 Α (iii) περ. β΄ του ν. 4675/2020, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η προσβαλλόμενη πράξη, υπό το ως άνω περιεχόμενό της και εν όψει του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού δημοσίου συμφέροντος αναγόμενου στη διασφάλιση, υπό περιστάσεις πανδημίας, της συνεχούς λειτουργίας της δημοσίας υπηρεσίας των ΕΜΑΚ, δεν εμπίπτει στην κατά το ως άνω άρθρο του ν. 4675/2020 αρμοδιότητα του Υπουργού Υγείας να επιβάλλει μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ υποχρεωτικότητα εμβολιασμού σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία για τον (διαφορετικό από τον προκείμενο) σκοπό της αποτροπής της διάδοσής του στην κοινότητα. Ούτε, εξάλλου, εμπίπτει στην εκ των παρ. 2 (περ. α και β) και 4 του άρθρου πρώτου της κυρωθείσας με το άρθρο 1 του ν. 4682/2020 (Α΄ 76) από 25.2.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, αρμοδιότητα του Υπουργού Υγείας να επιβάλλει ή να εξειδικεύει, μετά από γνώμη του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), μεταξύ άλλων μέτρων και τον εμβολιασμό έναντι του κορωνοϊού προσώπων, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι μπορεί να μεταδώσουν άμεσα ή έμμεσα τη νόσο του κορωνοϊού ή προσώπων που προέρχονται από περιοχές όπου έχει παρατηρηθεί μεγάλη διάδοση της νόσου αυτής ή σε κάποια άλλη εξουσιοδοτική διάταξη νόμου ισχύουσα κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης Πράξης. Εφόσον δε ο νομοθέτης δεν προέβλεπε, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, για την επιβολή μέτρων διασφάλισης της λειτουργίας νευραλγικής σημασίας δημοσίων υπηρεσιών σε περίοδο πανδημίας, συναρμοδιότητα άλλων οργάνων για την επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού δεν ασκεί επιρροή για το ζήτημα της απορρέουσας εκ του άρθρου 79 παρ. 13 εδ. α του ν. 4662/2020 αρμοδιότητας, αν τυχόν απαιτείται, από τη φύση της ρύθμισης, η λήψη υπόψη από το αποφασίζον όργανο επιστημονικών, ιατρικών και επιδημιολογικών, δεδομένων, δοθέντος άλλωστε ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν τροποποιεί τις ισχύουσες για τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού covid 19 διατάξεις του ν. 4764/2020, οι οποίες στηρίχθηκαν στα δεδομένα αυτά και αποτελούν αναγκαίο συμπλήρωμα της ρύθμισης. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός με τον οποίο, χωρίς να αμφισβητείται με συγκεκριμένο τρόπο ότι η έγκριση του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού covid 19 ερείδεται επί έγκυρων και τεκμηριωμένων επιστημονικών δεδομένων, προβάλλεται ότι δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη πράξη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος τα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα, στα οποία στηρίζεται το επίμαχο μέτρο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι, κατά τα προεκτεθέντα, τα στοιχεία αυτά μπορεί να προκύπτουν από τον φάκελο της υπόθεσης και από όσα συμπληρώνουν την προσβαλλόμενη πράξη. Εξάλλου, με το μεταγενέστερο της συζήτησης από 15.10.2021 υπόμνημα οι αιτούντες προβάλλουν ότι με την επίμαχη ρύθμιση εισάγεται υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού κατά covid 19 με εμβόλια, τα οποία βρίσκονται ακόμα σε δοκιμαστικό στάδιο και έχουν λάβει προσωρινές εγκρίσεις. Κατά τους αιτούντες, το δοκιμαστικό στάδιο των εν λόγω εμβολίων, για τα οποία δεν υπάρχουν ακόμη τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα παρά μόνο διαρκώς ανανεούμενες και μεταβαλλόμενες ενδείξεις και αντενδείξεις, καθιστά αντισυνταγματική τη ρύθμιση. Τα ανωτέρω είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέα ως αβάσιμα, διότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων προέβη, σύμφωνα με τις ανωτέρω εκτεθείσες διατάξεις των Κανονισμών 762/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 και 507/2006 της Επιτροπής της 29ης Μαρτίου 2006, σε αυστηρό έλεγχο των εμβολίων κατά του κορωνοϊού covid 19, χωρίς να παραλειφθεί καμία από τις φάσεις επαλήθευσης της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας που απαιτούνται για την αδειοδότηση ενός φαρμάκου, με σκοπό να εγγυηθεί ότι αυτά ανταποκρίνονται στα ευρωπαϊκά πρότυπα ασφάλειας, αποτελεσματικότητας και ποιότητας και ότι είναι παρασκευασμένα και ελεγμένα σε πιστοποιημένα εργαστήρια και, συνεπώς, τα εμβόλια αυτά δεν είναι πειραματικά ή δοκιμαστικά. Οι δε άδειες κυκλοφορίας υπό αίρεση, τις οποίες τα εγκεκριμένα εμβόλια αυτά έχουν λάβει, βάσει της διαγραφόμενης από τις ανωτέρω διατάξεις διαδικασίας που δεν επινοήθηκε ad hoc για την αντιμετώπιση της τρέχουσας επιδημικής έξαρσης του νέου κορωνοϊού covid 19, τελούν υπό καθεστώς αυστηρών εγγυήσεων και συνδέονται με συγκεκριμένες υποχρεώσεις των κατόχων τους και δεν είναι ούτε προσωρινές, ούτε άδειες χρήσης έκτακτης ανάγκης (άδειες μη εγκεκριμένων εμβολίων), που κατά τις ανωτέρω διατάξεις χορηγούνται όταν δεν έχουν υποβληθεί εκτενή προκλινικά ή φαρμακευτικά δεδομένα, αλλά χορηγούνται, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, όταν υπάρχουν επαρκή αλλά όχι εκτενή κλινικά δεδομένα «υπό την προϋπόθεση ότι τα οφέλη που προκύπτουν από την άμεση διαθεσιμότητα στην αγορά του εν λόγω φαρμακευτικού προϊόντος υπερτερούν του κινδύνου λόγω του γεγονότος ότι απαιτούνται ακόμα επιπλέον δεδομένα». Η δε αιτίαση ότι, ως εκ της σύντομης περιόδου ερευνών και δοκιμών των συγκεκριμένων εμβολίων, που κατέληξαν σε χορήγηση της Άδειας κυκλοφορίας τους υπό αίρεση, τα υπάρχοντα στο συγκεκριμένο στάδιο της επιστημονικής εξέλιξης ιατρικά δεδομένα είναι υπό συνεχή διαμόρφωση, είτε ως προς την ύπαρξη και το εύρος των παρενεργειών, μεσοπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων είτε ως προς την αποτελεσματικότητα των εν λόγω εμβολίων, και άρα λόγω έλλειψης επαρκούς τεκμηρίωσης δεν καθίσταται δυνατή η θέσπιση, κατά τρόπο ασφαλή και συνάδοντα προς το Σύνταγμα, ειδικότερα δε προς την αρχή της προφύλαξης, μέτρου υποχρεωτικού εμβολιασμού, δεν είναι βάσιμη. Και τούτο, διότι σε μια επείγουσα φάση εκθετικής αύξησης των σοβαρών λοιμώξεων και των θανάτων η υποχρεωτική χρήση ενός νέου εμβολίου θα έπρεπε αδικαιολόγητα να αναβάλλεται για απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου, αφού διενεργηθούν όλες οι πιθανές κλινικές δοκιμές και συμπληρωθούν τα ελλείποντα στοιχεία, να αποτραπεί ο κίνδυνος ανεπιθύμητων παρενεργειών, παρόλο που όλα τα εμβόλια όπως και όλα τα φάρμακα δεν είναι εντελώς ακίνδυνα, και ενώ η νόσος θα συνέχιζε να προκαλεί σοβαρή βλάβη της υγείας ή και τον θάνατο ακόμη των ασθενών χωρίς πιθανότητα ανάσχεσής της, αν και, βάσει μη εκτενών κλινικών δεδομένων, η χρήση του εμβολίου θα είχε πολλά περισσότερα οφέλη παρά κινδύνους. Εξάλλου, ναι μεν σε περιπτώσεις έλλειψης απόλυτης βεβαιότητας ως προς την ανυπαρξία μακροπρόθεσμων κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία συνδεομένων με τη χρήση ενός νέου εμβολίου η αρχή της προφύλαξης θα απαιτούσε να απαγορευθεί η χρήση του -όχι μόνο η υποχρεωτική αλλά και η οικειοθελής- όμως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, λόγω πιεστικών και μη αναβαλλόμενων αναγκών προστασίας της δημόσιας υγείας από την εμφάνιση νέου μολυσματικού και υπερμεταδοτικού ιού που προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας και τον θάνατο ακόμα, όπως συμβαίνει στην παρούσα κατάσταση της πανδημίας του ιού covid 19, η αρχή της προφύλαξης λειτουργεί με αντίστροφο τρόπο σε σχέση με τον συνήθη, διότι απαιτεί να επιτρέπεται ή και να επιβάλλεται η χρήση εμβολίων τα οποία, αν και βάσει μη εκτενών κλινικών δεδομένων, διασφαλίζουν περισσότερα οφέλη παρά κινδύνους, καθώς ο πιθανός κίνδυνος ανεπιθύμητης ενέργειας για ένα άτομο, με τη χρήση αυτού του εμβολίου, είναι πολύ μικρότερος από την πραγματική βλάβη για μια ολόκληρη κοινωνία, στην οποία δεν χρησιμοποιείται αυτό το εμβόλιο (πρβλ. Consiglio di Stato απόφαση 7045/2021). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ι. Αργυράκη, Φ. Γιαννακού και Κ. Μαρίνου, οι οποίες υποστήριξαν ότι η παρεχόμενη, με τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 13 του ν. 4662/2020, εξουσιοδότηση προς τον Αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος να ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, και τα θέματα εσωτερικής διάρθρωσης και λειτουργίας, δύναμης προσωπικού και άσκησης καθηκόντων των ΕΜΑΚ, ακόμη και ορώμενη σε συνδυασμό με τις επόμενες διατάξεις του εν λόγω νόμου (άρθρα 79 παρ. 4, 161 παρ. 5, 117 και 118 παρ. 6, 151 παρ. 1 και 161 παρ. 3, αλλά και παρ. 2 περ. β), με τις οποίες χορηγείται σε αυτόν αφενός η αρμοδιότητα κατανομής υπηρετούσας δύναμης (άρθρο 151 παρ. 1) και αφετέρου η αρμοδιότητα παροχής σύμφωνης γνώμης στον Διοικητή της οικείας ΠΕ.ΠΥ.Δ. για τις μετακινήσεις στις ειδικές αυτές μονάδες προσωπικού το οποίο διαθέτει τα ουσιαστικά προσόντα της σωματικής ικανότητας και καλής κατάστασης υγείας (άρθρο 161 παρ. 2 περ. β, το οποίο ορίζει ότι αρμόδιος για τη λήψη απόφασης μετακίνησης για υπαλλήλους από και προς τις Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών είναι ο κατά τόπον αρμόδιος Συντονιστής Επιχειρήσεων, κατόπιν πρότασης του Διοικητή της οικείας ΠΕ.ΠΥ.Δ., με τη σύμφωνη γνώμη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος), ουδόλως συνεπάγεται και τη χορήγηση αρμοδιότητας να καθορίζει ο ίδιος, και δη πρωτογενώς, τα προσόντα αυτά και να θέτει νέες εν γένει προϋποθέσεις λειτουργίας των ΕΜΑΚ, έστω και περιορισμένης χρονικής διάρκειας (εάν ήθελε θεωρηθεί ότι το μέτρο του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού Covid-19 συνιστά προϋπόθεση λειτουργίας των ΕΜΑΚ). Τέτοιας φύσεως και εκτάσεως αρμοδιότητα δεν παρέχεται στον Αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος ούτε από τη συνδυαστική ερμηνεία της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης και των διατάξεων του Κανονισμού Λειτουργίας των ΕΜΑΚ, με τις οποίες δίδεται στον Προϊστάμενο του Γραφείου Υγειονομικού (και, πάντως, όχι στον Αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος) η αρμοδιότητα της παρακολούθησης, μέσω υποχρεωτικών υγειονομικών εξετάσεων, της υγειονομικής κατάστασης και της νοσολογικής κίνησης του εν λόγω προσωπικού, με την τήρηση σχετικού αρχείου, καθώς και η αρμοδιότητα της φροντίδας για τον τυχόν εμβολιασμό του, ήτοι αρμοδιότητες έχουσες κατ’ ουσίαν εποπτικό χαρακτήρα και, πάντως, αφορώσες στον εμβολιασμό, σε περίπτωση μετακινήσεων για υπηρεσιακούς λόγους σε προορισμούς της αλλοδαπής, με τα συνήθη εμβόλια που τυχόν απαιτούνται ή ενδείκνυνται, ανάλογα με τον προορισμό και τη χρονική στιγμή των μετακινήσεων, όπως, άλλωστε, προκύπτει και από το υπ’ αριθμ. 54849 Φ.Α. 16559/15.9.2021 έγγραφο των συμπληρωματικών απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο. Εξάλλου, ενόψει της καθιερουμένης από τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας και της προστασίας της υγείας, πρέπει η δυνατότητα θέσπισης, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, περιορισμών συναπτομένων με το μέτρο της διενέργειας εμβολιασμού και δη με εμβόλια που έχουν λάβει μόνον Άδεια κυκλοφορίας υπό αίρεση, να προβλέπεται ρητώς στην οικεία εξουσιοδοτική διάταξη ή, τουλάχιστον, να συνάγεται σαφώς από αυτήν. Αντιθέτως, εν προκειμένω, με την προσβαλλομένη απόφαση προβλέπεται -το πρώτον στην ελληνική επικράτεια- η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με τα ως άνω εμβόλια παρά το ότι για την επιβολή του μέτρου αυτού ελλείπει, από τις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου, η βασική νομοθετική ρύθμιση, έναντι της οποίας η προσβαλλομένη πράξη θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί ζήτημα ειδικότερο και τεχνικού χαρακτήρα, ενώ, άλλωστε, με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 79 παρ. 13 του ν. 4662/2020 δεν παρέχεται ειδική εξουσιοδότηση στον Αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος να επιβάλλει το επίμαχο μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού έναντι του κορωνοϊού Covid-19 στους υπηρετούντες των ΕΜΑΚ, ως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω. Άλλωστε, όλοι οι νόμοι που εκδόθηκαν, τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση της προσβαλλομένης Πράξης, προς αντιμετώπιση των ζητημάτων που προκάλεσε ο κορωνοϊός Covid-19 προβλέπουν για τα αντίστοιχα θέματα είτε αποκλειστική (βλ. άρθρο 4 παρ. 3 περ. Α (iii) υποπερ. β΄ του ν. 4675/2020, παρ. 2, περ. α και β, και 4 του άρθρου πρώτου της κυρωθείσας με το άρθρο 1 του ν. 4682/2020 από 25.2.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου) είτε συντρέχουσα (βλ. άρθρα 52 παρ. 2 και 55 παρ. 1 του ν. 4764/2020 και 206 του ν. 4820/2021) αρμοδιότητα του Υπουργού Υγείας. Στο πεδίο δε των εξουσιοδοτικών αυτών -και μόνον- διατάξεων εμπίπτουν, του νόμου μη διακρίνοντος, και τα μέτρα με τα οποία ο εμβολιασμός έναντι του κορωνοϊού Covid-19 τίθεται ως αναγκαίος όρος για τη στελέχωση συγκεκριμένων κρατικών υπηρεσιών, προς τον σκοπό αποτροπής της διάδοσης της νόσου και νόσησης από αυτήν του προσωπικού χάριν εξασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας αυτών. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η προσβαλλομένη κανονιστική πράξη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση, θα ήταν, κατά την ως άνω μειοψηφούσα γνώμη, ακυρωτέα, ως άνευ νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως εκδοθείσα.
21. Επειδή, περαιτέρω, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι με την προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τα άρθρα 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 5 της Σύμβασης του Οβιέδο, διότι η συναίνεση των αιτούντων να εμβολιαστούν εκβιάζεται υπό τον φόβο για τις επικείμενες κυρώσεις-συνέπειες σε περίπτωση μη εμβολιασμού τους, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι ανωτέρω διατάξεις δεν απαγορεύουν την εισαγωγή περιορισμών στο δικαίωμα του ενδιαφερομένου να μην υποβάλλεται σε ιατρικές πράξεις χωρίς την ελεύθερη συναίνεσή του, όταν οι περιορισμοί αυτοί τίθενται εντός των διαγραφομένων από την αρχή της αναλογικότητας ορίων και σταθμίσεων για την εξυπηρέτηση επιτακτικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ενώ, εξάλλου τα στελέχη των σωμάτων ασφαλείας, μεταξύ των οποίων και το ένστολο προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος, κατά την έννοια των εκτεθεισών στη σκέψη 7 διατάξεων του ν. 4662/2020 που τους αφορούν, δεν υπόκεινται μόνον στους γενικούς περιορισμούς, τους οποίους ο νόμος επιβάλλει σε κάθε πολίτη κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους, αλλ’ υπόκεινται, επί πλέον, και σε ειδικότερους πρόσθετους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, οι οποίοι είναι συνταγματικώς προβλεπόμενοι (άρ. 23 παρ. 2, 56 παρ. 1-2, 29 παρ. 3 του Συντ.) ή ανεκτοί, και αν ακόμη περιστέλλουν εντονότερα τα δικαιώματά τους, καθόσον δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσης που τους συνδέει με το κράτος και τις απορρέουσες από τη σχέση αυτή υποχρεώσεις και, πάντως, οι περιορισμοί αυτοί δεν αναιρούν, στην ουσία τους, τα ως άνω δικαιώματα (βλ. ΣτΕ 773/2017, 3356/2004 κ.ά). Ενόψει τούτων, ο επίμαχος περιορισμός του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, τον οποίο υποχρεούνται αυτοί να ανέχονται ως μέρος της υποχρέωσής τους να διατηρούν καλή την κατάσταση της υγείας του όταν η πιθανότητα εξάπλωσης μεταδοτικής νόσου μπορεί να υπονομεύσει σημαντικά την επιχειρησιακή ετοιμότητα των νευραλγικής σημασίας μονάδων για την αντιμετώπιση καταστροφών στις οποίες ανήκουν, δεν προσβάλλει τον πυρήνα του σχετικού θεμελιώδους δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού, εφόσον οι αιτούντες που υπηρετούν στις ΕΜΑΚ δεν εξαναγκάζονται να εμβολιαστούν αλλά διατηρούν την επιλογή να μην εμβολιαστούν, οι δε συνέπειες της επιλογής τους (απομάκρυνση από τις ΕΜΑΚ με ταυτόχρονη παραμονή στην ενεργό υπηρεσία του Πυροσβεστικού Σώματος και στέρηση του καταβαλλόμενου ειδικού επιδόματος, ύψους 141,92 ευρώ), ως εκ του μη κυρωτικού χαρακτήρα, της φύσης, έκτασης και περιορισμένης χρονικής διάρκειας τους, δεν είναι δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Εξάλλου, απορριπτέα είναι τα ανωτέρω προβαλλόμενα κατ΄επίκληση και του άρθρου 3 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης διότι, σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ.1 του Χάρτη, οι διατάξεις του εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Εν προκειμένω δε, μνημονεύονται μεν στο προοίμιο της προσβαλλόμενης Πράξης αποφάσεις των ενωσιακών οργάνων (αποφάσεις 1313/2013//ΕΕ της 17ης Δεκεμβρίου 2013 και 2014/762/ΕΕ της 16ης Οκτωβρίου 2014), ωστόσο από τις αποφάσεις αυτές δεν απορρέει υποχρέωση εμβολιασμού των υπηρετούντων στις επίμαχες ειδικές μονάδες ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Εξ άλλου, η διαμόρφωση της δημόσιας πολιτικής στον τομέα της υγείας και, ειδικότερα, της εθνικής στρατηγικής για τη νόσο covid-19 εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών (βλ. τη σύσταση του Συμβουλίου της Ε.Ε. 2021/C24/01, πρβλ. διάταξη ΔΕΕ της 17.72014, C-459/2013, Široká, πρβλ. και ΣτΕ 1386/2021).
22. Επειδή, προβάλλεται ότι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση προσβάλλει την αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων [άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 14 της Ε.Σ.Δ.Α (σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, η εφαρμογή του οποίου δεν αποκλείεται εκ του ότι, όπως κρίθηκε στην προηγούμενη σκέψη, δεν υφίσταται εν προκειμένω, αυτοτελής παραβίαση του τελευταίου αυτού άρθρου 8 (βλ. ΣτΕ 1032/2010 7μ.)]. Προς θεμελίωση του ανωτέρω λόγου οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι με πρόσχημα το δημόσιο συμφέρον αντιμετωπίζονται διαφορετικά όμοιες περιπτώσεις, εφόσον και οι εμβολιασμένοι νοσούν και μεταδίδουν τη νόσο διαφοροποιούμενοι από τους μη εμβολιασμένους μόνο στη βαρύτητα των συμπτωμάτων νόσησης, η οποία βαρύτητα όμως είναι αδιάφορη για τη δημιουργία ανοσίας του κοινωνικού συνόλου (ανοσία της αγέλης) και, μάλλον, ατομική υπόθεση του καθενός. Όμως, εκτός της μη αμφισβητούμενης, ούτε από τους αιτούντες, μειωμένης συχνότητας και έντασης με την οποία νοσούν οι εμβολιασμένοι έναντι των μη εμβολιασμένων, οι εμβολιασμένοι παρουσιάζουν μειωμένο κίνδυνο να μεταδώσουν σε άλλους τον ιό, σύμφωνα με τα τρέχοντα και υπό συνεχή εξέλιξη επιστημονικά στοιχεία, ενώ ο εμβολιασμός κατά του κορωνοϊού διευκολύνει τις διασυνοριακές μετακινήσεις των νευραλγικής σημασίας εργαζομένων αυτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας, κατά τις σχετικές εύλογες εκτιμήσεις της αρμόδιας διοικητικής αρχής για την επίμαχη ρύθμιση (βλ. έγγραφα συμπληρωματικών απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο, καθώς και τον μεταγενέστερο της προσβαλλόμενης Κανονισμό 2021/953 της 14ης Ιουλίου 2021, με τον οποίο θεσπίστηκε το πλαίσιο για την έκδοση, την επαλήθευση και την αποδοχή διαλειτουργικών πιστοποιητικών εμβολιασμού -Ψηφιακό Πιστοποιητικό covid 19 της ΕΕ). Συνεπώς, η προσβαλλόμενη ρύθμιση, η οποία τελεί σε εύλογη σχέση αναλογικότητας προς τον σκοπό για τον οποίο θεσπίζεται, ήτοι τη διασφάλιση της μέγιστης, κατά το δυνατό, προστασίας της υγείας του προσωπικού για λόγους επιχειρησιακής ετοιμότητας και εύρυθμης λειτουργίας των επίμαχων υπηρεσιών, δεν παραβιάζει τις αρχές της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων και ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι δεν υφίσταται ταυτότητα συνθηκών ενόψει, ιδίως, των συνεπειών που μπορεί να έχει ο μη εμβολιασμός στην εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης δημόσιας υπηρεσίας. Εξ άλλου, ο ειδικότερος ισχυρισμός των αιτούντων ότι η βαρύτητα της νόσησης είναι αδιάφορη για τη συλλογική ανοσία είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη εκδοχή, διότι προέχων σκοπός της ρύθμισης δεν είναι ούτε ο περιορισμός της διασποράς του ιού ούτε η δημιουργία ανοσίας του κοινωνικού συνόλου, αλλά η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας και της αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας των ΕΜΑΚ σε περίοδο πανδημίας. Ομοίως απορριπτέος είναι και ο περαιτέρω ισχυρισμός ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας επιβάλλεται αδιακρίτως ο εμβολιασμός χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ατομικές συνθήκες κάθε στελέχους, όπως ιατρικοί λόγοι για τους οποίους αντενδείκνυται ο εμβολιασμός ή προηγούμενη νόσηση. Και τούτο, διότι με την προσβαλλόμενη πράξη ο εμβολιασμός καθίσταται μεν αναγκαία προϋπόθεση για την παραμονή στις ΕΜΑΚ χωρίς την πρόβλεψη εξαιρέσεων, για τη διενέργεια, όμως, των εμβολιασμών των υπηρετούντων στις εν λόγω υπηρεσίες εξακολουθούν να ισχύουν οι γενικές ρυθμίσεις του ν. 4764/2020, κατά τις διατάξεις του άρθρου 52 παρ. 4 του οποίου προβλέπεται διαδικασία λήψης σύντομου ιατρικού ιστορικού από ιατρό για τη διάγνωση τυχόν αντενδείξεων, επιπλέον της εξειδικευμένης ιατρικής παρακολούθησης και των υποχρεωτικών υγειονομικών εξετάσεων, στις οποίες συστηματικά υποβάλλονται οι υπηρετούντες στις ΕΜΑΚ ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν, τόσο από άποψη σωματικής δύναμης όσο και υγείας, στα διασωστικά τους καθήκοντα (βλ. άρθρα 11 παρ. 1, 16 παρ. 1, 3 και 4 του Κανονισμού Λειτουργίας των ΕΜΑΚ). Εξάλλου, η μη συμπερίληψη στους εμβολιασμένους των υπαλλήλων, οι οποίοι έχουν διαγνωστεί θετικοί στον κορωνοϊό και δεν συνιστούν σημαντικό κίνδυνο για την υγεία των άλλων για χρονικό διάστημα μέχρι 180 ημέρες μετά την ανάρρωσή τους, παρίσταται εύλογη και, πάντως, οι ήδη νοσήσαντες δεν τελούν σε όμοιες συνθήκες, ως προς την κατάσταση της υγείας τους, με τους εμβολιασμένους.
23. Επειδή, τέλος, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος περί παραβίασης της κατοχυρωμένης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, διότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έχουν εκτεθεί η προσβαλλόμενη ρύθμιση δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνδεόμενους με την ανάγκη εξασφάλισης της αδιάλειπτης λειτουργίας των ΕΜΑΚ από την αναταραχή που μπορεί να προκαλέσει στη λειτουργία τους ο κίνδυνος εξάπλωσης μολυσματικής και υπερμεταδοτικής νόσου στους υπηρετούντες σε αυτές. Η ρύθμιση αυτή δεν παρίσταται προδήλως απρόσφορη για την επίτευξη του ανωτέρω επιδιωκόμενου σκοπού, δεδομένου ότι οι ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες ασκούν οι υπάλληλοι των εν λόγω υπηρεσιών τα καθήκοντά τους (έκτακτες και ιδιαιτέρως αυξημένης δυσκολίας περιπτώσεις καταστροφών, ανάγκη αυξημένης κινητικότητας των ομάδων διάσωσης) επιβάλλουν, υπό τις παρούσες συνθήκες πανδημίας, τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία της υγείας τους από τον κίνδυνο νόσησης λόγω κορωνοϊού, ενώ οι έννομες συνέπειες από τη μη συμμόρφωση των υπηρετούντων στις υπηρεσίες αυτές δεν είναι προδήλως δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δεδομένου ότι αφορούν εσωτερικές μετακινήσεις εντός του Πυροσβεστικού Σώματος, οι οποίες συνδέονται με την απώλεια του προβλεπόμενου για τους υπηρετούντες στις ΕΜΑΚ επιδόματος μικρού χρηματικού ποσού, χωρίς να προβλέπονται άλλες μισθολογικού ή πειθαρχικού χαρακτήρα συνέπειες. Εξάλλου, ο ειδικότερος ισχυρισμός των αιτούντων ότι η δημόσια υγεία και η λειτουργικότητα των ΕΜΑΚ μπορεί να εξυπηρετηθεί με το λιγότερο επαχθές και προσφορότερο μέσο της διενέργειας διαγνωστικών αυτοελέγχων ανά τακτά χρονικά διαστήματα, είναι ομοίως απορριπτέος. Τούτο διότι, ανεξαρτήτως του ότι το ζήτημα αυτό ανήκει, κατ’ αρχήν, στη σφαίρα των ανέλεγκτων δικαστικά εκτιμήσεων του ουσιαστικού νομοθέτη ως προς την επιλογή του καταλληλοτέρου σε δεδομένη χρονική στιγμή μέσου για την αντιμετώπιση της πανδημίας, πάντως, κατά την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, ο εμβολιασμός κατά του κορωνοϊού covid 19 «αποτελεί τον αποτελεσματικότερο τρόπο ελέγχου της εξάπλωσης της νόσου» (βλ. “Οδηγίες Εμβολιασμού έναντι του Ιού Sars-Cov-2”, Μαΐου 2021) και άρα και της διασφάλισης της αδιάλειπτης λειτουργίας, υπό τις παρούσες περιστάσεις της πανδημίας, των επίμαχων υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, το μέτρο αυτό δεν προκύπτει ότι παρίσταται εξίσου πρόσφορο για την αποτελεσματική λειτουργία των ως άνω υπηρεσιών. Τέλος, ούτε από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις ούτε από άλλες διατάξεις νόμων επιβάλλεται η σύνταξη προηγούμενης ειδικής μελέτης ή άλλης τεκμηριωμένης έρευνας που να δικαιολογεί την καταλληλότητα και αναγκαιότητα της θέσπισης του επίμαχου μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού των υπηρετούντων στις ΕΜΑΚ πυροσβεστικών υπαλλήλων (πρβλ. ΣτΕ 35-40/2013 Ολ., πρβλ. ΣτΕ 792/2015, 420/2015, 1437/2013).
24. Επειδή, μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ι. Αργυράκη, Φ. Γιαννακού και Κ. Μαρίνου, οι οποίες υποστήριξαν ότι σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, το Κράτος έχει την «πρωταρχική υποχρέωση» του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, στην υποχρέωση δε αυτή περιλαμβάνεται πρωτίστως η προστασία του ανθρώπου ως προσώπου και η απαγόρευση του υποβιβασμού του σε μέσο για την επίτευξη οιουδήποτε, δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, σκοπού. Εξειδίκευση της ως άνω αρχής συνιστούν και οι διατάξεις του άρθρου 5 του Συντάγματος με τις οποίες κατοχυρώνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, στοιχείο της οποίας αποτελεί και το δικαίωμα αυτοκαθορισμού του ανθρώπου όσον αφορά στη φυσική, ψυχοσωματική του υπόσταση. Στη δε παράγραφο 5 του αυτού άρθρου 5 του Συντάγματος κατοχυρώνεται και ρητώς το υποκειμενικό δικαίωμα εκάστου προσώπου στην προστασία της υγείας του, το οποίο έχει την έννοια, μεταξύ άλλων, του ατομικού δικαιώματος εκάστου να αξιώνει την αποχή του Κράτους από ενέργειες, οι οποίες θα ηδύναντο να προκαλέσουν βλάβη στη σωματική και ψυχική του υγεία. Στο αυτό πλαίσιο, τα άρθρα 5 επ. της Σύμβασης του Οβιέδο (η οποία έχει κυρωθεί με τον ν. 2619/1998), το άρθρο 3 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς, επίσης, και τα άρθρα 11 και 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005, Α΄ 287) ορίζουν ότι αναγκαία προϋπόθεση για την επέμβαση σε θέματα υγείας και την τέλεση ιατρικών πράξεων συνιστά η, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης, συναίνεση του προσώπου στο οποίο αφορά. Κατά την έννοια δε των προπαρατεθεισών διατάξεων, ερμηνευομένων σε συνδυασμό προς το χρέος της κοινωνικής αλληλεγγύης που προβλέπεται στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, επιτρέπεται η εισαγωγή περιορισμών στο δικαίωμα σωματικού αυτοκαθορισμού, όταν είναι αναγκαίοι, για αποχρώντες λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας (βλ. ιδίως άρθρο 26 παρ. 1 της Σύμβασης του Οβιέδο). Προκειμένου, όμως, οι περιορισμοί τούτοι, στους οποίους συγκαταλέγεται και η υποβολή σε ιατρικές πράξεις, να μην θίγουν το θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα της αδέσμευτης φυσικής υπόστασης στο οποίο αφορούν, απαιτείται να είναι σύμφωνοι αφενός με την, κατοχυρούμενη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αρχή της αναλογικότητας τόσο υπό την ευρεία της έννοια (ήτοι να είναι πρόσφοροι για την υλοποίηση του σκοπού για τον οποίο επιβάλλονται) όσο και υπό τη στενή της έννοια (ήτοι να επιτυγχάνουν τον σκοπό αυτό με τον λιγότερο επαχθή τρόπο), και αφετέρου με την αρχή της προφύλαξης, υπό το φως της οποίας ερμηνεύεται το, θεσπίζον, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση προστασίας της δημόσιας υγείας, άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος (ΣτΕ 1386/2021 7μ.), η οποία επιτάσσει, οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία κινδύνων για την υγεία των ατόμων, να λαμβάνονται μέτρα προστασίας, χωρίς να πρέπει να αναμένεται να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων (πρβλ. a contrario ΣτΕ 3219/2010 Ολομ.). Και τούτο, διότι η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης δεν δύναται, πάντως, να υποχρεώσει κανένα άτομο να υποβληθεί σε μία ιατρική πράξη, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την υγεία του, είτε τη σωματική είτε την ψυχική (ενόψει του ιδιαιτέρου άγχους, το οποίο δύναται να προκληθεί σε εκάστη, συγκεκριμένη περίπτωση)· από την άποψη δε αυτή οι συνταγματικές διατάξεις δεν αφήνουν περιθώρια για ποσοτική αξιολόγηση, ήτοι για αποδοχή της υποχρεωτικότητας υποβολής σε μία τέτοια πράξη, με κριτήριο το υψηλό ή χαμηλό ποσοστό των προβλεπομένων συνεπειών. Εξάλλου, ο εμβολιασμός συνιστά άμεση επέμβαση στο ανθρώπινο σώμα, η οποία, σε αντίθεση προς τις περισσότερες ιατρικές πράξεις, δεν αποσκοπεί στη θεραπεία πάσχοντος ατόμου, αλλά αποκλειστικά στην πρόληψη νόσησης υγιούς ατόμου, ενόψει δε τούτου πρέπει, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, να γίνει δεκτό ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 5 του Συντάγματος και 5 επ. της Σύμβασης του Οβιέδο, ο οικειοθελής εμβολιασμός συνιστά τον κανόνα, ενώ δεν νοείται υποχρέωση προς εμβολιασμό στην περίπτωση που έχει καταγραφεί ότι ένα συγκεκριμένο εμβόλιο δύναται να έχει σοβαρές παρενέργειες στην υγεία, το αυτό δε ισχύει και στην περίπτωση που δεν υφίσταται ασφαλής επιστημονική τεκμηρίωση ως προς την ύπαρξη και το εύρος των σχετικών παρενεργειών (μεσοπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων). Η απαιτούμενη δε τεκμηρίωση αναφορικά με την ασφάλεια εκάστου συγκεκριμένου εμβολίου προδήλως δεν υφίσταται όταν, ενόψει της μεθόδου δημιουργίας ή της σύστασης αυτού, καθώς και της έκτασης και του χρονικού διαστήματος των δοκιμών, τα υπάρχοντα στο συγκεκριμένο στάδιο της επιστημονικής εξέλιξης ιατρικά και λοιπά δεδομένα είναι υπό συνεχή διαμόρφωση. Εξάλλου, ακόμη και στην περίπτωση που ένα εμβόλιο κρίνεται ως ασφαλές, απαιτείται, ως προς την αναγκαιότητα και προσφορότητα του μέτρου του εμβολιασμού για την ικανοποίηση σοβαρού λόγου προστασίας της δημόσιας υγείας, επίσης, ειδική τεκμηρίωση (με αναφορά σε ειδικά, ακριβή και πλήρη επιστημονικά και στατιστικά στοιχεία) ως προς την ευρύτητα της διάδοσης και τον βαθμό μεταδοτικότητας της συγκεκριμένης λοιμώδους νόσου, ως προς τη σοβαρότητα των συνεπειών της και την επικινδυνότητά της για ικανό μέρος του πληθυσμού, καθώς και ως προς την αποτελεσματικότητα των εμβολίων από την άποψη της προσφερόμενης ανοσίας και αποφυγής διασποράς του ιού. Τέλος, από το ως άνω συνταγματικό δικαίωμα αυτοκαθορισμού απορρέει και η επιταγή για προηγούμενη, πλήρη και σαφή πληροφόρηση του κοινού εν γένει, καθώς και για ενδελεχή ενημέρωση των υποχρεουμένων προσώπων, ως προς τη φύση, την αναγκαιότητα, την αποτελεσματικότητα, αλλά και τους κινδύνους των συγκεκριμένων εμβολίων, η οποία, μάλιστα, σε ειδικές περιπτώσεις, είναι ελλιπής εάν δεν συνοδεύεται από την παροχή δυνατότητας για τη διενέργεια σχετικού προληπτικού ιατρικού ελέγχου, χωρίς να αρκεί απλώς η λήψη ενός σύντομου ιστορικού. Εξάλλου, εάν, κατά παράβαση της ως άνω συνταγματικής κρατικής υποχρέωσης, δεν χωρήσει επαρκής, πολύπλευρη και τεκμηριωμένη πληροφόρηση, η συνακόλουθη άρνηση ικανού αριθμού προσώπων να προβούν οικειοθελώς στον εμβολιασμό δεν δύναται, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 5 του Συντάγματος, να αποτελέσει το έρεισμα για τη θέσπιση σχετικής υποχρέωσης (είτε στον γενικό πληθυσμό είτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων), διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με την, κατά τρόπο προσχηματικό, παράκαμψη του κανόνα του οικειοθελούς χαρακτήρα του εμβολιασμού. Τα ανωτέρω είναι ιδιαιτέρως σημαντικά σε περιπτώσεις νέων εμβολίων, για τα οποία είναι εύλογη, τουλάχιστον για κάποιο χρόνο, η επιφυλακτικότητα ως προς την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους, ισχύουν δε αναλόγως και για τα πρόσωπα που έχουν υπαχθεί οικειοθελώς σε ένα ιδιαίτερο καθεστώς, το οποίο συνεπάγεται, καταρχήν, δεσμεύσεις και περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, ως, εν προκειμένω, τα στελέχη των ΕΜΑΚ. Και τούτο, διότι, ενόψει του θεμελιώδους χαρακτήρα της αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, η οικειοθελής ένταξη σε ένα τέτοιο, ειδικό καθεστώς δεν ισοδυναμεί, πάντως, με εκ των προτέρων παραίτηση από κάθε μελλοντικό περιορισμό στον σωματικό αυτοκαθορισμό, παρά μόνον υπό τις εγγυήσεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αναλόγως εφαρμοζόμενες. Στην προκείμενη περίπτωση, στα εμβόλια για την καταπολέμηση του κορωνοϊού SARS COV-2, τα οποία λειτουργούν προληπτικά έναντι της νόσου Covid-19 και κυκλοφορούν στη Χώρα, δεν έχουν χορηγηθεί οριστικές άδειες, αλλά άδειες κυκλοφορίας υπό αίρεση. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι απαραίτητη (υπό αρνητική έννοια) προϋπόθεση για τη χορήγηση της ως άνω αδείας υπό αίρεση είναι η έλλειψη υποβολής εκτενών στοιχείων (προκλινικών ή κλινικών, κατά περίπτωση), ήτοι η έλλειψη στοιχείων τα οποία αποδεικνύουν με πληρότητα και χωρίς αμφιβολίες την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του υπό αδειοδότηση φαρμάκου, εμβολίου κ.λπ. Και ναι μεν ενόψει των ιδιαιτέρων και πρωτόγνωρων περιστάσεων πανδημίας, οι εν λόγω άδειες αρκούν, καταρχήν, για τη νομιμότητα της κυκλοφορίας των εν λόγω εμβολίων, δεν παρέχουν όμως από μόνες τους όλα τα εχέγγυα, προκειμένου να καταστήσουν συνταγματική και σύμφωνη με τις προπαρατεθείσες διατάξεις την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με αυτά, δεδομένου ότι τα στοιχεία επί τη βάσει των οποίων χορηγήθηκαν δεν δύνανται, κατά τα ανωτέρω, να θεωρηθούν πλήρη, ούτε ως προς την αποτελεσματικότητα ούτε ως προς την ασφάλεια των συγκεκριμένων εμβολίων. Άλλωστε, εάν τα υποβληθέντα στοιχεία ήταν εξαρχής πλήρη υπό την ανωτέρω έννοια, δεν θα τασσόταν στον (εκάστοτε) αιτούντα Άδεια ούτε η υποχρέωση προσκομιδής περαιτέρω στοιχείων ούτε η υποχρέωση επιβεβαίωσης της πλήρωσης των απαιτήσεων που τάσσονται από τους οικείους Κανονισμούς, με την ολοκλήρωση υφισταμένων ή με την εκπόνηση νέων μελετών και δη επί τη απειλή της μη ανανέωσης της αδείας ή της μη θετικής γνωμοδότησης της Επιτροπής για τη χορήγηση οριστικής αδείας. Για τον αυτό δε λόγο, δεν θα συνέτρεχε, στην περίπτωση αυτή, ανάγκη αδειοδότησης υπό αίρεση, αλλά θα εχορηγείτο εξαρχής οριστική Άδεια. Εξάλλου, μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος δημοσιεύθηκαν πλείστες ανακοινώσεις από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) σε σχέση με την ανακάλυψη νέων, σοβαρότατων παρενεργειών και αντενδείξεων των εν λόγω εμβολίων. Όλως ενδεικτικώς, πέραν των παρενεργειών οι οποίες είχαν μέχρι τότε ανακοινωθεί (νευρολογικές, παθολογικές, αυτοάνοσα νοσήματα κ.λπ.), τον Ιούλιο του 2021 ο ΕΜΑ πρότεινε, για μεν την περίπτωση των εμβολίων mRNA (Pfizer, Moderna), να αναγνωρισθεί ως σπάνια παρενέργεια η μυοκαρδίτιδα και η περικαρδίτιδα (φλεγμονή της καρδιάς), για δε την περίπτωση του εμβολίου της Johnson & Johnson, να μην χορηγείται σε άτομα με ιστορικό συνδρόμου τριχοειδούς διαρροής. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους το εμβόλιο της Johnson & Johnson συνδέθηκε με φλεβική θρομβοεμβολή και αυτοάνοση θρομβοπενία, με την τελευταία δε πάθηση συνδέθηκε και το εμβόλιο της AstraZeneca, το οποίο τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους είχε συνδεθεί, επίσης, με το σύνδρομο Guillain Barrė. Τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (18.5.2021), ενόψει αφενός της εξαιρετικά σύντομης περιόδου ερευνών και δοκιμών των επίμαχων εμβολίων (οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, οδήγησαν στη χορήγηση αδειών κυκλοφορίας τους υπό αίρεση), αφετέρου του πολύ μικρού χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από τη θέση τους σε κυκλοφορία μέχρι την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης, δεν ήταν ακόμη επαρκή τα επιστημονικά πορίσματα ως προς τις αντενδείξεις και τις παρενέργειές τους, ώστε να καθίσταται δυνατή η θέσπιση, κατά τρόπον ασφαλή και συνάδοντα προς τη συνταγματική αρχή της προφύλαξης, των περιπτώσεων εξαίρεσης από τον εν λόγω εμβολιασμό. Αυτή δε ακριβώς η αντικειμενική αδυναμία τόσο του ΕΜΑ όσο και, γενικότερα, της επιστημονικής κοινότητας να γνωρίζει, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης απόφασης, με ασφάλεια τις παρενέργειες και αντενδείξεις των εν λόγω νέων (ως προς τον ιό -στην πρόληψη διασποράς του οποίου αποσκοπούν- και ως προς τη σύστασή τους) εμβολίων, την αλληλεπίδρασή τους με τα λοιπά, κυκλοφορούντα φάρμακα, καθώς και την επίδρασή τους στα πρόσωπα που έχουν ήδη νοσήσει από τον ιό, σε συνδυασμό και με το γεγονός της εμφάνισης, έστω και σε μικρό αριθμό ανθρώπων, των ως άνω λίαν σοβαρών παρενεργειών από τα συγκεκριμένα εμβόλια, καθιστά συνταγματικώς ανεπίτρεπτη τη θέσπιση, είτε με νόμο είτε με διοικητική πράξη, της υποχρέωσης προς εμβολιασμό. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, ενόψει του ως άνω, αρκετά ασαφούς επιστημονικού πλαισίου, μόνον το ίδιο το πρόσωπο επιτρέπεται, κατά το Σύνταγμα, να σταθμίσει τις ενδεχόμενες παρενέργειες από τα εμβόλια σε σχέση με τη βλάβη που μπορεί να επέλθει στην υγεία του στην περίπτωση της εμφάνισης της νόσου και να αποφασίσει ελεύθερα για το εάν θα προβεί στην πράξη του εμβολιασμού, διαφορετικά πλήττεται ο πυρήνας του θεμελιώδους δικαιώματος του αυτοκαθορισμού. Και τούτο, διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης δεν επιτρέπει την υποβολή κανενός προσώπου, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σε εμβολιασμό, δυνάμενο να του προκαλέσει, έστω και κατ’ εξαίρεση, σοβαρές και, ενδεχομένως, μη αναστρέψιμες παρενέργειες, οι οποίες εκφεύγουν του συνήθους μέτρου προβλεψιμότητας και, συνακόλουθα, ανεκτικότητας. Η δε τυχόν προσωρινότητα του επιβαλλομένου με την προσβαλλομένη κανονιστική απόφαση μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού δεν ασκεί επιρροή από την άποψη της συνταγματικότητας του μέτρου και της συμφωνίας του προς τις ως άνω διεθνείς συμβάσεις, δεδομένου ότι η άμεση επέμβαση στον σωματικό αυτοκαθορισμό και οι τυχόν παρενέργειές της επέρχονται και με τον άπαξ διενεργούμενο εμβολιασμό, μη εξαρτώμενες (μόνον ή κυρίως) από το ενδεχόμενο της επανάληψης αυτού. Εξάλλου, το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού πλήττεται σε κάθε περίπτωση που προβλέπονται σοβαρές συνέπειες από την παράλειψη του υποχρεωτικού εμβολιασμού, είτε αυτές αφορούν στην προσωπική ζωή είτε στην εργασία του προσώπου, και όχι μόνον στην περίπτωση του εξαναγκασμού του με την άσκηση φυσικής βίας, το οποίο, άλλωστε, αφ’ εαυτού δεν είναι νοητό στα πλαίσια της δημοκρατικής τάξεως. Πέραν όμως των ανωτέρω, η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε χωρίς να προκύπτει ότι προηγήθηκε ειδική έρευνα ως προς την ασφάλεια των επίμαχων εμβολίων στα στελέχη των ΕΜΑΚ· η έρευνα δε αυτή ήταν επιβεβλημένη, κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων, διότι τα εν λόγω πρόσωπα, ενόψει των ιδιαζουσών και επικίνδυνων συνθηκών υπό τις οποίες ασκούν τα καθήκοντά τους και της ιδιαίτερης καταπόνησης την οποία υφίστανται κατά την άσκηση αυτών, αποτελούν μία ειδική κατηγορία η οποία χρήζει εξειδικευμένης αντιμετώπισης από την άποψη αυτή. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Κανονισμός Λειτουργίας των ΕΜΑΚ αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω στελέχη αποτελούν ειδική, από υγειονομικής απόψεως, κατηγορία και γι’ αυτόν τον λόγο ορίζει ότι οι υπηρετούντες στις ΕΜΑΚ υποβάλλονται υποχρεωτικά σε υγειονομικές εξετάσεις, από τα αποτελέσματα των οποίων εξαρτάται η παραμονή τους στις μονάδες αυτές (βλ. άρθρο 11 παρ. 1, στο οποίο προβλέπεται ότι ως προϊστάμενος του γραφείου υγειονομικού ορίζεται Υγειονομικός αξιωματικός με ειδίκευση στην ιατρική των καταστροφών ή / και στην καταδυτική ιατρική και άρθρο 16 παρ. 1, 3 και 4, το οποίο αναφέρεται στις υγειονομικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλεται το προσωπικό των ειδικών ομάδων των Υποβρύχιων Διασώσεων και των Χημικών Βιολογικών Ραδιολογικών και Πυρηνικών Απειλών και Τεχνολογικών Ατυχημάτων). Εφόσον, όμως, δεν προηγήθηκε η ως άνω απαιτουμένη έρευνα, η προσβαλλομένη απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος δεν τελεί σε συμφωνία προς την αρχή της προφύλαξης. Περαιτέρω και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί, αναφορικά με την αρχή της αναλογικότητας, ότι η αποτελεσματικότητα των επίμαχων εμβολίων στη μετάδοση του ιού Covid-19 ήταν, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και κατά τον χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αίτησης, υπό διερεύνηση, ενόψει των νέων μεταλλάξεων του ιού, οι οποίες καθιστούσαν αμφίβολο το ποσοστό της αποτελεσματικότητας των ως άνω εμβολίων. Επίσης, από τα προσκομισθέντα στοιχεία συνάγεται ότι δεν εκτιμήθηκε, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, η αποτελεσματικότητα που θα μπορούσε να έχει η επίδικη υποχρέωση εμβολιασμού, από την άποψη της μεταδοτικότητας του ιού, στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας και της αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας των ΕΜΑΚ σε περίοδο πανδημίας, ενόψει, μάλιστα, του αναγκαίου συγχρωτισμού των στελεχών των ΕΜΑΚ με τις λοιπές κατηγορίες προσώπων, στους οποίους δεν έχει επιβληθεί ανάλογη υποχρέωση. Ούτε προκύπτει ότι μελετήθηκαν κατά τρόπο ειδικό οι συνέπειες που θα επέλθουν στην εύρυθμη λειτουργία των εν λόγω μονάδων από την, λόγω του μη εμβολιασμού, απομάκρυνση από αυτές εξειδικευμένου και έμπειρου προσωπικού. Ελλείψει, όμως, των ανωτέρω τεκμηριωμένων στοιχείων, παρίσταται αναιτιολόγητη η πρόκριση της επιλογής, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού έναντι ηπιότερων μέτρων, όπως η διενέργεια διαγνωστικών αυτοελέγχων ανά τακτά χρονικά διαστήματα (μέτρο το οποίο χρησιμοποιήθηκε στις περισσότερες κατηγορίες εργαζομένων του δημοσίου τομέα, ακόμη και υπό συνθήκες πολλαπλασίων κρουσμάτων σε σχέση με τον μέσο αριθμό των κρουσμάτων κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης). Παρατηρείται, τέλος, ότι δεν προσδιορίζεται (ούτε νομοθετικώς ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση) το πλαίσιο της ευθύνης του Κράτους προς αποκατάσταση της ζημίας σε περίπτωση επέλευσης σοβαρής βλάβης στην υγεία των υπηρετούντων στις ΕΜΑΚ ένεκα παρενεργειών των επίμαχων εμβολίων (πρβλ. 268/2018, 118/1996 και 307/1990 αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας, καθώς και απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2004, υπόθ. U-I-127/01 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Σλοβενίας). Ειδικότερα, δεν προσδιορίζονται κατά τρόπο ειδικό οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και ο τρόπος απόδειξης της σχετικής ευθύνης ούτε το αντικείμενο και η έκταση της σχετικής αποκατάστασης, χωρίς να αρκεί κατά τούτο η δυνατότητα αναζήτησης μόνον χρηματικής ικανοποίησης και δη αποκλειστικά δια της δικαστικής οδού, σε ένα, μάλιστα, χρονικό σημείο στο οποίο, με δεδομένη την έλλειψη επαρκών επιστημονικών στοιχείων ως προς τις παρενέργειες (μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες) των επίμαχων εμβολίων, καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής -αν όχι αδύνατη- η απόδειξη της ύπαρξης του απαιτούμενου (κατά τις εν λόγω διατάξεις) αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της τυχόν επελθούσας βλάβης και του εμβολιασμού εκάστου συγκεκριμένου προσώπου. Σημειώνεται δε ότι και ο Π.Ο.Υ. προτείνει την ανάγκη ύπαρξης ενός συγκεκριμένου συστήματος αποζημίωσης (βλ. το από 13.4.2021 έγγραφο κατευθυντηρίων γραμμών, παρ. 2). Ενόψει των ανωτέρω, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, η προσβαλλόμενη θέσπιση υποχρέωσης των υπηρετούντων στις ΕΜΑΚ προς εμβολιασμό δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή ούτε από την άποψη της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος). Κατ’ ακολουθία όλων των προεκτεθέντων, η προσβαλλομένη απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, με την οποία θεσπίζεται υποχρέωση εμβολιασμού των στελεχών των ΕΜΑΚ με τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού SARS COV-2, υπό την απειλή της απομακρύνσεώς τους από την άσκηση των κυρίων καθηκόντων τους για άδηλο χρονικό διάστημα, η οποία (απομάκρυνση) έχει σοβαρές συνέπειες όχι μόνο στη μισθοδοτική τους κατάσταση (απώλεια του προβλεπομένου από το άρθρο 127 παρ. Στ΄ του ν. 4472/2017 ειδικού μηνιαίου επιδόματος), αλλά κυρίως στη γενικότερη υπηρεσιακή τους κατάσταση (απομάκρυνση από τις θέσεις τους στις ΕΜΑΚ, άσκηση διαφορετικών καθηκόντων και επίδραση αυτής λ.χ. στα ουσιαστικά προσόντα για προαγωγή σε θέσεις ευθύνης), έχει εκδοθεί κατά παράβαση των προπαρατεθεισών διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5, 5 παρ. 5, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 5 επ. και 26 παρ. 1 της Σύμβασης του Οβιέδο και 3 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, για τους λόγους αυτούς, βασίμως προβαλλόμενους, θα έπρεπε, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, να ακυρωθεί η απόφαση αυτή.
25. Επειδή, στο άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος ορίζεται ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκει η ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών. Περαιτέρω, με το άρθρο 22 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147) προστέθηκαν παράγραφοι 3α, 3β και 3γ στο άρθρο 50 του π.δ. 18/1989, ως εξής: «3α. Το δικαστήριο, αν άγεται σε ακύρωση της διοικητικής Πράξης που προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως λόγω πλημμέλειας που μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων και εφόσον κρίνει, ενόψει της φύσης της πλημμέλειας, και της επίδρασής της στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης Πράξης, ότι η ακύρωση της Πράξης δεν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας και για τη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και σε περίπτωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του αιτούντος, μπορεί, κατ’ εκτίμηση και των εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, να εκδώσει προδικαστική απόφαση, η οποία κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους, και να ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία είτε να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια ώστε να αρθεί η πλημμέλεια είτε να εκπληρώσει την οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια τάσσοντας προς τούτο αποκλειστική εύλογη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ούτε μεγαλύτερη από τρεις μήνες. Κανένα στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη αν προσκομισθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας και εντός δεκαπενθημέρου, οι λοιποί διάδικοι δύνανται να καταθέσουν υπόμνημα με τους ισχυρισμούς τους επί των ενεργειών της Διοίκησης και των στοιχείων που αυτή προσκόμισε. Σε περίπτωση εφαρμογής των οριζόμενων στα προηγούμενα εδάφια, η δημοσίευση της προδικαστικής απόφασης συνεπάγεται την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος που δεν έχει εκτελεστεί έως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης. 3β… 3γ… 3δ. Η εφαρμογή των παραγράφων 3α, 3β, και 3γ δεν θίγει τις αποζημιωτικές αξιώσεις».
26. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω οριστικές διατάξεις, η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος εκδόθηκε αρμοδίως και εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 79 παρ. 13 εδ. α του ν. 4662/2020 και του Συντάγματος. Όμως, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 10, δεν προκύπτει ότι η απόφαση αυτή έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και θα έπρεπε για τον λόγο αυτόν να ακυρωθεί. Το Δικαστήριο όμως λαμβάνοντας υπόψη: α) ότι η πλημμέλεια της μη δημοσίευσης κανονιστικής Πράξης μπορεί να αρθεί με τη μεταγενέστερη δημοσίευσή της, β) ότι με την ανάρτηση της προσβαλλόμενης Πράξης στον εσωτερικό ιστότοπο του Πυροσβεστικού Σώματος (βλ. 54849 Φ.Α.16569/15.9.2021 έγγραφο των συμπληρωματικών απόψεων), το περιεχόμενό της ήταν, κατ’ ουσίαν, προσβάσιμο στους αιτούντες και προβλέψιμες οι συνέπειες της επιλογής τους να μην εμβολιαστούν, γ) ότι από την τυχόν μεταγενέστερη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προσβαλλόμενης Πράξης του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος ισχυροποιούνται οι εκδοθείσες κατ’ εφαρμογή της ατομικές πράξεις υπηρεσιακών μεταβολών των αιτούντων και δ) ότι οι χρηματικές αξιώσεις των αιτούντων από την τυχόν μη καταβολή σ’ αυτούς του προβλεπόμενου για τους υπηρετούντες στις ΕΜΑΚ μηνιαίου ειδικού επιδόματος μέχρι το χρονικό σημείο της μεταγενέστερης δημοσίευσης της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης δεν θίγονται, σύμφωνα με την ανωτέρω εκτεθείσα διάταξη του εδ. δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, κρίνει, ενόψει της φύσης της προσβαλλόμενης πράξης του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος αλλά και των επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι επέβαλαν την έκδοσή της, ότι προς αποκατάσταση της νομιμότητας δεν είναι αναγκαία η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, για τον ανωτέρω λόγο της μη νόμιμης δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πριν παρασχεθεί στη Διοίκηση προθεσμία για τη δημοσίευση αυτή. Συνεπώς, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του εδ. α της παρ. 3 του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989 το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η οριστική κρίση επί του ζητήματος αυτού, να χορηγηθεί στη Διοίκηση προθεσμία ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση σ’ αυτήν της παρούσας εν μέρει αναβλητικής απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να προβεί στην ως άνω ενέργεια και να ορισθεί νέα δικάσιμος η 7η Οκτωβρίου 2022.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση, καθ’ ό μέρος ασκείται από τον υπ’ αριθμ. 18 αιτούντα, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Απορρίπτει την αίτηση, ως προς τα οριστικώς κριθέντα, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Τάσσει στη Διοίκηση προθεσμία ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση σ’ αυτήν της παρούσας απόφασης, προκειμένου να προβεί στη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της 28550 Φ 215.2/18.5.2021 πράξης του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Ορίζει νέα δικάσιμο την 7η Οκτωβρίου 2022.
Διατάσσει την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, με επιμέλεια της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στους διαδίκους.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2021
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Δ. Σκαλτσούνης Ελ. Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Ιουνίου 2022.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Δ. Σκαλτσούνης Δ. Τετράδη